ερινύν
1Ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …
2ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …
3Ἐρινύν — Ἐρινύ̱ν , Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …
4ἐρινύν — ἐρινύ̱ν , Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …
5επορθιάζω — ἐπορθιάζω (Α) 1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.) 2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.) 3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …