εργολαβία
1ἐργολαβίᾳ — ἐργολαβίαι , ἐργολαβία contract for the execution of work fem nom/voc pl ἐργολαβίᾱͅ , ἐργολαβία contract for the execution of work fem dat sg (attic doric aeolic) …
2εργολαβία — η (AM ἐργολαβία) [εργολάβος] ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπή («εργολαβία τροφοδοσίας στρατού») νεοελλ. επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία αρχ. κερδοσκοπία …
3εργολαβία — η 1. ανάληψη εκτέλεσης έργου κατ αποκοπή, αλλ. εργοληψία. 2. μτφ., ερωτοτροπία, φλερτάρισμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… …
5ἐργολαβίας — ἐργολαβίᾱς , ἐργολαβία contract for the execution of work fem acc pl ἐργολαβίᾱς , ἐργολαβία contract for the execution of work fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἐργολαβίαν — ἐργολαβίᾱν , ἐργολαβία contract for the execution of work fem acc sg (attic doric aeolic) …
7ἐργολαβιῶν — ἐργολαβία contract for the execution of work fem gen pl …
8μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …
9εργολαβικός — ή, ό [εργολάβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εργολαβία, γίνεται με εργολαβία …
10εργολαβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εργολαβία ή γίνεται με εργολαβία: Εργολαβικές δουλειές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2