εργολαβία

  • 11-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 12έκληψις — ἔκληψις, η (AM) μίσθωση, εργολαβία 2. ενοικίαση 3. είσπραξη δημόσιων φόρων αρχ. 1. συλλογή, μάζεμα 2. το να εκλαμβάνει κανείς κάτι κατά ορισμένον τρόπο, έννοια, σημασία 3. μόνωση 4. μουσ. η άνεση από οξύτερο φθόγγο σε βαρύτερο …

    Dictionary of Greek

  • 13αναλαβή — η ανάληψη οικοδομικού ή άλλου έργου κατ’ αποκοπή, εργολαβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 14εργολάβος — ο (AM ἐργολάβος) αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη τής εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή 2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία 3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι… …

    Dictionary of Greek

  • 15εργωνία — ἐργωνία, ἡ (Α) εργολαβία, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] …

    Dictionary of Greek

  • 16μισθωτής — ο, θηλ. μισθώτρια (ΑΜ μισθωτής, Α θηλ. μισθώτρια) [μισθώνω] 1. αυτός που λαμβάνει, έναντι ενοικίου, το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος το οποίο ανήκει σε άλλον, ο ενοικιαστής 2. αυτός που νοικιάζει κάτι με εργολαβία αρχ. αυτός που εργολαβικώς… …

    Dictionary of Greek

  • 17σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… …

    Dictionary of Greek

  • 18ενδιαφέρον — ενδιαφέρον, το οντος, πληθ. οντα 1. φροντίδα για κάτι, μέριμνα, μέλημα. 2. εξαιρετική προσοχή, ιδιαίτερη εντύπωση: Το νέο φάρμακο προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. 3. ό,τι κινεί ιδιαίτερα την προσοχή, ό,τι δονεί την ψυχή: Η ταινία αυτή δεν έχει κανένα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 19εργοληψία — η βλ. εργολαβία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)