εργατικό

  • 61βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… …

    Dictionary of Greek

  • 62γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …

    Dictionary of Greek

  • 63γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 64δυναμικός — ή, ό (AM δυναμικός, ή, όν) ισχυρός, δυνατός, ενεργητικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δύναμη ή την ενέργεια 2. αυτός που στηρίζεται στη χρήση δύναμης ή επιτυγχάνεται με τη χρήση δύναμης (υλικής) ή βίας («δυναμική λύση», «δυναμικοί …

    Dictionary of Greek

  • 65εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… …

    Dictionary of Greek

  • 66εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …

    Dictionary of Greek

  • 67εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …

    Dictionary of Greek

  • 68εργατοπατέρας — ο συνδικαλιστής ή συνδεδεμένος με το εργατικό κίνημα ο οποίος εμφανίζεται ως προστάτης τών συμφερόντων τών εργατών (ενώ συνήθως επιδιώκει προσωπικά οφέλη) …

    Dictionary of Greek

  • 69ιμαίος — ἱμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση τού νερού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῑον (ενν. μέλος) εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται πιθ. από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] …

    Dictionary of Greek

  • 70ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …

    Dictionary of Greek