εργατικό

  • 51Partido Comunista de Grecia — Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Kommounistikó Kómma Elládas Partido Comunista de Grecia Presidente Aleka Papariga Fundación 4 de noviembre de 1918 Ideología política Comunismo …

    Wikipedia Español

  • 52Fédération socialiste ouvrière de Salonique — La Fédération socialiste ouvrière de Salonique (Judéo espagnol: Federacion socialista laboradera[1],[2], grec moderne : Φεντερασιόν) est une organisation révolutionnaire, fondée dans l Empire ottoman en 1909, qui s efforce de réunir les… …

    Wikipédia en Français

  • 53Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 54έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …

    Dictionary of Greek

  • 55αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… …

    Dictionary of Greek

  • 56αντεργατικός — ή, ό ο αντίθετος στα εργατικά συμφέροντα, ο εχθρικός απέναντι στους εργάτες και στο εργατικό κίνημα («αντεργατική νομοθεσία», «αντεργατική πολιτική») …

    Dictionary of Greek

  • 57αστικοποίηση — Όρος που δηλώνει τον βαθμό συγκέντρωσης του πληθυσμού μίας χώρας ή περιοχής στα αστικά κέντρα, δηλαδή (σύμφωνα με όσα ισχύουν στην Ελλάδα) σε οικισμούς που έχουν περισσότερους από 10.000 κατοίκους. Η προτίμηση των ανθρώπων προς τις πόλεις είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 58ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 59αυτοαπασχολούμαι — εργάζομαι σε δική μου εργασία, γεωργική ή βιοτεχνική, χωρίς εργατικό προσωπικό …

    Dictionary of Greek

  • 60αυτοδιαχείριση — η η διαχείριση μιας επιχείρησης από όσους εργάζονται σ αυτήν (διευθυντικό, υπαλληλικό καί εργατικό προσωπικό). Η συνέλευση των εργαζομένων αποφασίζει για τη λειτουργία, την παραγωγή και τη διακίνηση των εμπορευμάτων …

    Dictionary of Greek