εργατικό

  • 121κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …

    Dictionary of Greek

  • 122Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …

    Dictionary of Greek

  • 123Κονσιντεράν, Βικτόρ Προσπέρ — (Victor Prosper Considérant, Σαλέν 1808 – Παρίσι 1893). Γάλλος πολιτικός και θεωρητικός του ουτοπικού σοσιαλισμού. Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή και μετά την αποφοίτησή του υπηρέτησε στον στρατό ως αξιωματικός του μηχανικού. Το 1831 παραιτήθηκε …

    Dictionary of Greek

  • 124Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …

    Dictionary of Greek

  • 125Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 126Κουζμπάς — (Kuzbas). Γαιανθρακοφόρος περιοχή (25.900 τ. χλμ.) της Σιβηρίας, η σπουδαιότερη της Ρωσίας ως προς την ποσότητα των εξακριβωθέντων αποθεμάτων, αλλά υπολειπόμενη της ουκρανικής λεκάνης Ντονμπάς ως προς την παραγωγή. Πρόκειται για σύντμηση των… …

    Dictionary of Greek

  • 127Κουρδιστάν — (Kurdistan). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας που διαμοιράζεται σήμερα πολιτικά ανάμεσα στην Τουρκία –κατά το μεγαλύτερο τμήμα–, στο Ιράκ και στο Ιράν. Επειδή πρόκειται για περιοχή κυρίως εθνολογική και γλωσσική και όχι γεωγραφική, ο …

    Dictionary of Greek

  • 128Κροπότκιν, Πιοτρ Αλεξέγεβιτς — (Piotr Alekseyevich Kropotkin, Μόσχα 1842 – Ντιμιτρόφ 1921). Ρώσος πρίγκιπας, γεωγράφος, κοινωνιολόγος και θεωρητικός του αναρχισμού. Ήταν ευγενικής καταγωγής και διετέλεσε αξιωματικός των Κοζάκων. Η αντιπάθειά του προς την αυλική ζωή τον οδήγησε …

    Dictionary of Greek