εργατικό

  • 101Γκομπέτι, Πιέρο — (Pierro Gobetti, Τορίνο 1901 – Παρίσι 1926). Ιταλός πολιτικός και συγγραφέας. Σε ηλικία 18 ετών ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό Νέες ενέργειες έως το 1920. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο συνεργάστηκε με τον φιλόσοφο Αντόνιο Γκράμσι στο εργατικό… …

    Dictionary of Greek

  • 102Γουέμπ, Σίντνεϊ Τζέιμς — (Sidney James Webb, Λονδίνο 1859 – Λίπχουκ, Χαμσάιρ 1947). Άγγλος πολιτικός και διανοούμενος. Υπήρξε θερμός οπαδός των σοσιαλιστικών ιδεών καθώς και ένας από τους ιδρυτές της Φαβιανής Εταιρείας. Σε στενή συνεργασία με τη γυναίκα του Μπέατρις,… …

    Dictionary of Greek

  • 103Γουίλσον, Χάρολντ — (Harold Wilson, Χάντερσφιλντ 1916 – Λονδίνο 1995). Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε σε μικροαστική οικογένεια και έδειξε από νεαρός εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών κατόρθωσε να αποφοιτήσει αριστούχος από την Οξφόρδη με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 104Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… …

    Dictionary of Greek

  • 105Γρενάδα — Επίσημη ονομασία: Γρενάδα Έκταση: 344 τ. χλμ. Πληθυσμό 89.211 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σεντ Τζορτζ (4.410 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Βρίσκεται βόρεια του Τρινιντάντ και Τομπάγκο και βρέχεται Δ από …

    Dictionary of Greek

  • 106δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …

    Dictionary of Greek

  • 107ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… …

    Dictionary of Greek

  • 108Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 109Ζουό, Λιόν — (Léon Jouhaux, 1879 – 1954). Γάλλος συνδικαλιστής ηγέτης. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο γαλλικό και παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα, κατά το α’ μισό του 20ού αι. Βιομηχανικός εργάτης, ενδιαφέρθηκε από νεαρή ηλικία για το σοσιαλιστικό εργατικό… …

    Dictionary of Greek

  • 110Θεσσαλονίκης, νομός — Νομός (3.560 τ. χλμ., 1.057.825 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, στα Α βρέχεται από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό), στα Ν συνορεύει με τον νομό Χαλκιδικής, ενώ ένα τμήμα του βρέχεται… …

    Dictionary of Greek