-
1 труд
трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (у́мственный) \труд ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный \труд ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение \труда ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана \труда ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность \труда ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим \трудо́м ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим \трудо́м μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя \труд κάνω τόν κόπο· не стоит \труда δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:нау́чный \труд τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных \трудов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. -
2 трудовой
трудов||ойприл ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:\трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες. -
3 герой
герой м 1) ο ήρωας Герой Советского Союза о Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης Герой Социалистического Труда о Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας 2) (главное дейст вующее лицо) о πρωταγωνιστής* * *м1) ο ήρωαςГеро́й Сове́тского Сою́за — ο Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης
Геро́й Социалисти́ческого Труда́ — ο Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας
2) ( главное действующее лицо) ο πρωταγωνιστής -
4 месячник
месячник м о μήνας ( κάποιας εργασίας)· \месячник греко-советской дружбы о μήνας έλληνο- σοβιετικής φιλίας* * *мο μήνας (κάποιας εργασίας)ме́сячник гре́ко-росси́йской дру́жбы — ο μήνας έλληνο-ρωσικής φιλίας
-
5 охрана
охрана ж 1) (защита) η προστασία· \охрана труда η προστασία της εργασίας* \охрана окружающей среды η προστασία του περιβάλλοντος 2) (стража ) η φρουρά* * *ж1) ( защита) η προστασίαохра́на труда́ — η προστασία της εργασίας
охра́на окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος
2) ( стража) η φρουρά -
6 передовик
передовик м о πρωτοπόρος· \передовик производства о πρωτοπόρος της εργασίας* * *мο πρωτοπόροςпередови́к произво́дства — ο πρωτοπόρος της εργασίας
-
7 производительность
производительность ж η παραγωγικότητα· \производительность труда η παραγωγικότητα της εργασίας* * *жη παραγωγικότηταпроизводи́тельность труда́ — η παραγωγικότητα της εργασίας
-
8 разделение
разделение с η διαίρεση· ο χωρισμός (разъединение)' \разделение труда η κατανομή της εργασίας* * *сη διαίρεση; ο χωρισμός ( разъединение)разделе́ние труда́ — η κατανομή της εργασίας
-
9 рационализатор
-
10 рационализация
рационализация ж η ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας, η βελτίωση της παραγωγής* * *жη ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας, η βελτίωση της παραγωγής -
11 arbitrary origin
= working mean; working origin; provisional mean; assumed meanFrench\ \ origine arbitraire; moyenne de travail; moyenne auxilliaire; moyenne provisoire; moyenne hypothétiqueGerman\ \ willkürlicher Nullpunkt; provisorischer Mittelwert; provisorisches MittelDutch\ \ voorlopig gemiddelde; willekeurige oorsprong; hulpgemiddelde; verondersteld gemiddeldeItalian\ \ origine arbitraria; media di lavoro; media ausiliaria; media provvisoria; media ipotizzataSpanish\ \ origen arbitrario; media de trabajo; media auxiliar; media provisional; media supuestaCatalan\ \ origen arbitrari; mitjana de treball; mitjana provisional; mitjana hipotèticaPortuguese\ \ origem arbitrária; origem convencional; média provisória; média de trabalho convencional; média de trabalhoRomanian\ \ -Danish\ \ vilkårligt valgt nulpunktNorwegian\ \ vilkårlig valgt nullpunktSwedish\ \ provisoriskt medelvärdeGreek\ \ αυθαίρετη καταγωγή; εργασίας σημαίνει; εργασίας καταγωγή? προσωρινή σημαίνει; υποτίθεται μέσηFinnish\ \ mielivaltainen origo tai lähtöpiste; väliaikainen keskiarvo; oletettu keskiarvo; keskiarvo; odotusarvoHungarian\ \ tetszõleges eredet; elõzetes átlag; elfogadott átlagTurkish\ \ keyfi başlangıç; çalışan ortalama; çalışan başlangıç; geçici ortalama; varsayılan ortalamaEstonian\ \ suvaline alguspunkt; töökeskmine; töönullpunkt; ajutine keskmine; oletatav keskmineLithuanian\ \ laukiamasis vidurkisSlovenian\ \ poljubno izvora; delovnih pomeni; delovni izvora; začasni pomeni; domneva pomeniPolish\ \ arbitralny początek (w obliczaniu momentów rozkładu prawdopodobieństwa); arbitralna genezaRussian\ \ произвольное начало отсчета; рабочее среднее; рабочее начало отсчета; предпологаемое среднее; принятое среднееUkrainian\ \ довільний початок відлікуSerbian\ \ -Icelandic\ \ handahófskennda uppruna; vinna meina; vinna uppruna; bráðabirgða meina; ráð meinaEuskara\ \ arbitrarioa jatorria; lan esan nahi; lan jatorria; behin-behineko batez bestekoa; hartu nahiFarsi\ \ miyangine m li; miyangine f rzshodePersian-Farsi\ \ مبدا دلخواهArabic\ \ نقطة الاصل الاختيارية، الاصل العامل ، الوسط المفترضAfrikaans\ \ willekeurige oorsprong; werkgemiddelde; veronderstelde gemiddeldeChinese\ \ 任 意 远 点; 假 定 平 均 值; 可 使 用 的 平 均Korean\ \ 가평균 -
12 наряд
-
13 нетрудоспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -оανίκανος εργασίας•стать по болезни -ым γίνομαι ανίκανος εργασίας λόγω ασθένειας.
-
14 присутственный
επ. παλ. της παρουσίας, της υπηρεσίας•присутственный день μέρα υπηρεσίας, εργάσιμη μέρα•
-ые часы ώρες εργασίας•
-ое время χρόνος (ώρα) εργασίας.
εκφρ.- ое место – κρατικό ίδρυμα. -
15 труд
-а α.1. εργασία, δούλε ιά•физический труд χειρωνακτική εργασία•
умственный труд πνευματική εργασία•
намный труд μισθωτή εργασία•
производительность -а παραγωγικότητα της εργασίας•
орудия -а εργαλεία της δουλειάς•
плата за -ы ο μισθός της δουλειάς•
разделение -а καταμερισμός εργασίας•
жить своим -ом ζω με τη δουλειά μου.
|| πλθ. -ы ασχολίες, φροντίδες. || εξυπηρέτηση.2. έργο•научный труд επιστημονική εργασία.
3. προσπάθεια, ένταση• κόπος, μόχθος• δυσκολία•с большим -ом με μεγάλη δυσκολία•
взять на себя -κάνω τον κόπο.
εκφρ.без -а – χωρίς κόπο, εύκολα•с -ом – με κόπο, δύσκολα•египетский - – εξαντλητική δουλειά (όπως των πυραμίδων). -
16 трудоустройство
-
17 безопасность
η ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > безопасность
-
18 единица
1. (измерения) η μονάδ/α *в - ах σε - εςпринимать за - у λαμβάνω ως/σαν -6 εκατομμυρίων χλμ.)средняя - μέση -, μεσαία -2. (число) (о αριθμός) ένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единица
-
19 жидкость
το υγρότο ρευστόпротивообледенительная - αντιψυκτικό -, разг. το παραφλού (ξεν.)рабочая - λειτουργίας/εργασίαςтормозная - πέ-δης/φρένωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жидкость
-
20 забастовка
η απεργίαпрекращать - у σταματώ/διακόπτω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забастовка
См. также в других словарях:
ἐργασίας — ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem acc pl ἐργασίᾱς , ἐργασία work fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διεθνές Γραφείο Εργασίας — (ΔΓΕ). Οργανισμός που υπάγεται στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Πρόκειται για ανεξάρτητο, ειδικευμένο διεθνή οργανισμό που συνεργάζεται με τον ΟΗΕ. Ο οργανισμός αυτός είναι δημιούργημα της Συνθήκης των Βερσαλιών και αποβλέπει στην εναρμόνιση… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek