Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εργένης

См. также в других словарях:

  • εργένης — ο, θηλ. εργένισσα άγαμος ή χωρισμένος που ζει μόνος του χωρίς οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ergen] …   Dictionary of Greek

  • εργένης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ο άγαμος, ο χωρίς οικογένεια, αυτός που μένει μόνος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Vaggelis Raptopoulos — Infobox Writer imagesize = 150px name = Vaggelis Raptopoulos caption = pseudonym = birth date = 1959 birth place = Athens, Greece death date = death place = occupation = novelist nationality = period = 1979 ndash; genre = subject = movement =… …   Wikipedia

  • ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • εργένικος — η, ο [εργένης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εργένη …   Dictionary of Greek

  • μπεκιάρης — ο, θηλ. α και ισσα αυτός που ζει μόνος, ο άγαμος, ο εργένης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. bekar] …   Dictionary of Greek

  • καλόγερος — καλόγερος, ο και καλόγερας, ο 1. μοναχός: Δεν έχουν πολλούς καλόγερους τα μοναστήρια σήμερα. 2. άγαμος, εργένης: Zει σαν καλόγερος. 3. φλεγμονώδες εξάνθημα: Έβγαλε έναν καλόγερο στο σβέρκο. 4. είδος κρεμάστρας: Αγόρασα έναν καλόγερο για τα ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπεκιάρης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), αυτός που δεν παντρεύτηκε, εργένης: Είναι μπεκιάρης και ξοδεύει χωρίς να τον νοιάζει για το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»