-
1 εργένης
[эргенис] ουσ. а. холостякΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργένης
-
2 одинокий
одино́||кий1. прил μόνος, ἀπομονωμένος, μοναχικός, ξεμοναχιασμένος·2. прил (о человеке) μόνος, χωρίς οίκογέ-νεια:совсем \одинокий κατάμονος·3. м ὁ μπεκιάρης, ὁ ἐργένης, ὁ ἀνύπανδρος. -
3 холостяк
холост||якм ὁ μπεκιάρης, ὁ ἐργένης:старый \холостякяк τό γε-ροντοπαλλήκαρο. -
4 бездомный
επ. βρ: -мен, -мна, -мно;άστεγος, άσπιτος. || εργένικος, μπεκιάρικος•бездомный человек εργένης, μπεκιάρης.
-
5 бессемейный
επ.που δεν έχει οικογένεια, μπεκιάρης, εργένης. -
6 бобыль
-я α.1. παλ. ακτήμονας, φτωχο-χωρικός.2. εργένης, μπεκιάρης. -
7 жених
-а α.αρραβωνιαστικός, μνηστήρας, ο καλός. || εργένης, μπεκιάρης, παλικάρι.εκφρ.смотреть -ом – φαίνομαι σαν γαμπρός, έχω παρουσιαστικό γαμπρού. -
8 неженатый
επ.άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης. || εργένικος, μπεκιάρικος•-ая жизнь εργένικη ζωή.
-
9 одинокий
επ. -ок, -а, -о.1. (απο)μονωμένος, ξεμοναχιασμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο•
-ая жизнь μοναχική (κατά μάνας) ζωή•
-ая старость μοναχικά γεράματα.
2. μόνος,μοναχός (χωρίς γονείς, συγγενείς)• έρημος•со-всм одинокий εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος•
я остился совсем одинокий έμεινα μόνος κι έρημος ή σαν την καλαμιά στον κάμπο..
ως ουσ. εργένης, μπεκιάρης. || ακοινώνητος, απομονωμένος, μονήρης.3. παλ. μοναχικός, για έναν•-ая комната μοναχικό δωμάτιο.
-
10 одиночка
-и1. α. κ. θ. απομονωμένος, -η, ξεμονιαχιασμένος•нападать на -у επιτίθεμαι σε ξεμονιαχιασμένο.
2. επίρ. -ой βλ. одиноко.3. α. κ. θ. εργένης, μπεκιάρης, άγαμος, ανύπαντρος.4. κελί φυλακής, απομονωτήριο.5. ζεύξη με ένα άλογο (μόνιππη).6. βάρκα μονόκωπη.εκφρ.в -у – επίρ. βλ. одиноко•действовать в -у – δρω μεμονωμένα. -
11 холостой
επ., βρ: холост-а.1. άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης•холостой мужчина ο μπεκιάρης•
-ая жизнь εργέν ικη ζωή.
|| μόνος, μοναχός, αζευγάρωτος•холостой волк μονόλυκος•
-ая утка αζευγάρωτη πάπια.
2. βλ. холощный. || στείρος, στέρφος•-ая кобыла στείρα φοράδα.
|| (για φυτά)• άκαρπος.3. κενός•холостой ход λε ι-τουργεία στο κενό, χωρίς φόρτιση.
4. (στρατ.)-άσφαιρος• εικονικός•-ые патроны εικονικά φυσίγγια•
-ые снаряды εικονικά βλήματα.
5. παλ. • άδειος, κενός, ακατοίκητος•-ые постройки ακατοίκητα οικήματα.
-
12 холостяк
См. также в других словарях:
εργένης — ο, θηλ. εργένισσα άγαμος ή χωρισμένος που ζει μόνος του χωρίς οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ergen] … Dictionary of Greek
εργένης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ο άγαμος, ο χωρίς οικογένεια, αυτός που μένει μόνος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Vaggelis Raptopoulos — Infobox Writer imagesize = 150px name = Vaggelis Raptopoulos caption = pseudonym = birth date = 1959 birth place = Athens, Greece death date = death place = occupation = novelist nationality = period = 1979 ndash; genre = subject = movement =… … Wikipedia
ανοικοκύρευτος — η, ο (για ανθρώπους) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης 3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του 4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος … Dictionary of Greek
εργένικος — η, ο [εργένης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εργένη … Dictionary of Greek
μπεκιάρης — ο, θηλ. α και ισσα αυτός που ζει μόνος, ο άγαμος, ο εργένης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. bekar] … Dictionary of Greek
καλόγερος — καλόγερος, ο και καλόγερας, ο 1. μοναχός: Δεν έχουν πολλούς καλόγερους τα μοναστήρια σήμερα. 2. άγαμος, εργένης: Zει σαν καλόγερος. 3. φλεγμονώδες εξάνθημα: Έβγαλε έναν καλόγερο στο σβέρκο. 4. είδος κρεμάστρας: Αγόρασα έναν καλόγερο για τα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπεκιάρης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), αυτός που δεν παντρεύτηκε, εργένης: Είναι μπεκιάρης και ξοδεύει χωρίς να τον νοιάζει για το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)