-
1 аргумент
-а α.επιχείρημα συλλογισμός•веский аргумент σοβαρό επιχείρημα•
ложный аргумент ψεύτικο επιχείρημα•
убедительное аргумент πειστικό επιχείρημα.
-
2 довод
-а α.επιχείρημα, ισχυρισμός• συλλογισμός•неоспоримый довод αδιαμφισβήτητο επιχείρημα•
убедительный довод πειστικό επιχείρημα•
приводить -ы φέρω επιχειρήματα•
веский довод σοβαρό επιχείρημα.
-
3 аргумент
-
4 довод
-
5 неопровержимый
неопровержимый ακαταμάχητος, αδιάψευτος* \неопровержимый довод το ακαταμάχητο επιχείρημα* * *ακαταμάχητος, αδιάψευτοςнеопровержи́мый до́вод — το ακαταμάχητο επιχείρημα
-
6 предприятие
предприятие с 1) η επιχείρηση 2) (дело) το επιχείρημα, το εγχείρημα* * *с1) η επιχείρηση2) ( дело) το επιχείρημα, το εγχείρημα -
7 довод
доводм τό ἐπιχείρημα, ὁ ίσχυρισμός:неоспоримый \довод τό ἀδιάψευστο ἐπιχείρημα· несостоятельный \довод ὁ ἀβάσιμος ἰσχυρισμός· приводить \доводы προβάλλω ἐπιχειρήματα· \доводы за и против τά ὑπέρ καί τά κατά. -
8 аргумент
το επιχείρημα, ο συλλογισμός-ация η επιχειρηματολογία, η συλλογιστικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аргумент
-
9 аргументирование
η προσκόμιση επιχειρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аргументирование
-
10 довод
το επιχείρημα, обоснованный - τεκμηριωμένο -, состоятельный - βάσιμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > довод
-
11 основание
1. (сторона геометрической фигуры, перпендикулярная её высоте) η βάση 2. мат. η βάση 3. (нижняя часть предмета или сооружения) η βάση, το θεμέλιο, το υποστήριγμαпиримиди-новые - я (хим.биол.) οι πυριμιδίνεςбиол.) οι πουρίνες5. (причина, повод) о λόγος, το επιχείρημαна - и βάσει (του, της)на законном - и βάσει του νόμου, νόμιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > основание
-
12 состоятельный
1. мат. βάσιμος 2. (пла-тежеспособный) φερέγγυος, αξιόχρεος 3. (обоснованный) βάσιμ/ος 4. (обеспеченный) ευκατάστατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состоятельный
-
13 аргумент
аргументм τό ἐπιχείρημα:приводить \аргументы в пользу чего́-л. προβάλλω ἐπιχειρήματα ὑπέρ τινός. -
14 веский
вескийприл σοβαρός, σημαντικός, βαρυσήμαντος:\веский аргумент σοβαρό ἐπιχείρημα. -
15 выдвигать
выдвигатьнесов1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):\выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω. -
16 немаловажный
немаловажныйприл σπουδαίος, σημαντικός:\немаловажный довод σημαντικό ἐπιχείρημα -
17 неопровержимый
неопровержи́м||ыйприл ἀκαταμάχητος, ἀδιάψευστος:\неопровержимыйый довод τό ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα -
18 неоспоримый
неоспоримыйприл ἀναμφισβήτητος, ἀδιαφιλονίκητος, ἀναντίρρητος, ἀκαταμάχητος:\неоспоримый факт τό ἀναμφισβήτητο γεγονός· \неоспоримый доиод τό ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα -
19 неотразимый
неотразим||ыйприл в разн. знач. ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος:\неотразимыйая красота ἡ ἀκατανίκητη γοητεία· \неотразимый довод τό ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα -
20 ссылаться
ссылатьсянесов1. (на кого-л., что-либо) ἀναφέρομαι, στηρίζομαι, προβάλλω ὡς ἐπιχείρημα:\ссылаться на авторитеты ἀναφέρομαι σέ αὐθεντίες·2. (оправдываться) δικαιολογούμαι, προβάλλω ὡς δικαιολογία:\ссылаться на болезнь προβάλλω τή δικαιολογία τής ἀσθένειας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα … Dictionary of Greek