επιφέρω
1ἐπιφέρω — bring pres subj act 1st sg ἐπιφέρω bring pres ind act 1st sg …
2επιφέρω — επιφέρω, επέφερα βλ. πίν. 217 …
3επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …
4επιφέρω — επέφερα, μτβ. 1. φέρνω ως επακόλουθο ή ως αποτέλεσμα, προξενώ, προκαλώ: Οι χαμηλοί μισθοί επέφεραν τις απεργίες. 2. αναφέρω συμπληρωματικά, προσθέτω ως επίλογο: Θα επιφέρω στοιχεία που ενισχύουν την άποψή μου. 3. μεταβάλλω, αλλοιώνω, μεταρρυθμίζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐπενηνεγμένα — ἐπιφέρω bring perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπενηνεγμένᾱ , ἐπιφέρω bring perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπενηνεγμένᾱ , ἐπιφέρω bring perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6ἐπιφέρεσθε — ἐπιφέρω bring pres imperat mp 2nd pl ἐπιφέρω bring pres ind mp 2nd pl ἐπιφέρω bring imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7ἐπιφέρετε — ἐπιφέρω bring pres imperat act 2nd pl ἐπιφέρω bring pres ind act 2nd pl ἐπιφέρω bring imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8ἐπιφέρῃ — ἐπιφέρω bring pres subj mp 2nd sg ἐπιφέρω bring pres ind mp 2nd sg ἐπιφέρω bring pres subj act 3rd sg …
9ἐπενεγκάντων — ἐπιφέρω bring aor part act masc/neut gen pl ἐπιφέρω bring aor imperat act 3rd pl …
10ἐπενεγκόν — ἐπιφέρω bring aor part act masc voc sg ἐπιφέρω bring aor part act neut nom/voc/acc sg …