επιτραπέζιος
1ἐπιτραπέζιος — on masc/fem nom sg …
2επιτραπέζιος — α, ο (AM ἐπιτραπέζιος, ον) αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῑναι», Ευστ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιτραπέζιος ο τραπεζοκόμος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ …
3επιτραπέζιος — α, ο ο τοποθετημένος στο τραπέζι ή ο προορισμένος να τοποθετείται σ αυτό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπιτραπέζιον — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc sg ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc sg …
5ἐπιτραπεζίοις — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat pl …
6ἐπιτραπεζίου — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen sg …
7ἐπιτραπεζίους — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc pl …
8ἐπιτραπεζίων — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen pl …
9ἐπιτραπεζίῳ — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat sg …
10ἐπιτραπέζια — ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc pl …