επιτρέπεται

  • 1ἐπιτρέπεται — ἐπιτρέπω to turn to pres ind mp 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …

    Dictionary of Greek

  • 3ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 4έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …

    Dictionary of Greek

  • 5βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 6κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …

    Dictionary of Greek

  • 7συντηρητικά — Ονομασία ουσιών τις οποίες προσθέτουν συνήθως σε μικρή αναλογία, σε προϊόντα που αλλοιώνονται εύκολα, με σκοπό τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα σπουδαιότερα από τα σ. που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι το αλάτι …

    Dictionary of Greek

  • 8αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …

    Dictionary of Greek

  • 9ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 10αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… …

    Dictionary of Greek