επιτρέπεται

  • 81διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… …

    Dictionary of Greek

  • 82διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …

    Dictionary of Greek

  • 83διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 84διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… …

    Dictionary of Greek

  • 85δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 86δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …

    Dictionary of Greek

  • 87είκω — εἴκω (Α) 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής 3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή 4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις 5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση 6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 88εγγίγνομαι — ἐγγίγνομαι (Α) 1. γεννιέμαι, υπάρχω σε κάτι 2. (για παράσιτο ζωύφιο) αναπτύσσομαι στο δέρμα 3. (για πράγματα, ιδιότητες κ.λπ.) είμαι έμφυτος 4. (για γεγονότα) γίνομαι, συμβαίνω 5. (για συνομιλία) παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ 6. απρόσ. επιτρέπεται,… …

    Dictionary of Greek

  • 89εγχωρώ — ἐγχωρῶ ( έω) (AM) 1. επιτρέπω 2. απρόσ. επιτρέπεται («ἐγχωρεῑ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι») 3. φρ. «κατὰ τὸ ἐγχωροῡν» όσο είναι δυνατόν …

    Dictionary of Greek

  • 90εισαγώγιμος — η, ο (Α εἰσαγώγιμος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εισαγάγει, τού οποίου επιτρέπεται η εισαγωγή αρχ. 1. ξένος 2. (για αγωγή) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για εκδίκαση …

    Dictionary of Greek