επιτρέπεται
101εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …
102ευεπέκτατος — εὐεπέκτατος, ον (Α) αυτός που μπορεί να επεκταθεί όσο τού επιτρέπεται από τη φύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ εκ τατος (επ εκ τείνω), πρβλ. αν επ έκ τατος] …
103ευχώρητος — εὐχώρητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο, που επιτρέπει εύκολα το πέρασμα 2. ευρύχωρος 3. αυτός στον οποίο επιτρέπεται εύκολα η είσοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χωρητος (< χωρώ), πρβλ. aδıa χώρητος, α χώρητος] …
104εφετικός — ή, ό (ΑΜ ἐφετικός, ή, όν) [εφίημι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός 2. φρ. «εφετικά ρήματα» ρήματα τής αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε σείω, άω, ιάω νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… …
105θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …
106θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …
107θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …
108ιαροχρής — ἱαροχρής (Α) (αντί ιεροχρής) καθαρός, αυτός που επιτρέπεται να θυσιαστεί …
109ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …
110ιδιόρρυθμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόρρυθμος, ον) αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής νεοελλ. ιδιότροπος, αλλιώτικος, παράξενος νεοελλ. μσν. φρ. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική περιουσία και να τρώνε μόνοι στα… …