επιτίμιο
1επιτίμιο — το (AM ἐπιτίμιον) [επιτιμώ] (συνήθως στον πληθ. επιτίμια) ποινή, τιμωρία, πρόστιμο («τοῑσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῡτα ἐπιτίμια διδοῡσι», Ηρόδ.) μσν. νεοελλ. τιμωρία σωματική ή χρηματική που επιβάλλει ο ιερέας ως πνευματικός σε… …
2επιτίμιο — το ποινή, τιμωρία, και ιδίως αυτή που επιβάλλεται από ιερέα (πνευματικό) σε χριστιανούς που αμάρτησαν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3επιτιμιάζω — ἐπιτιμιάζω (Μ) [επιτίμιο] επιβάλλω επιτίμιο …
4κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …
5ακανόνιστος — η, ο (Α ἀκανόνιστος, ον) [κανονίζω] 1. αυτός που δεν είναι κανονισμένος, ο ατακτοποίητος 2. όποιος δεν έχει κανονικές διαστάσεις, ο ασύμμετρος «ακανόνιστο δωμάτιο» 3. εκείνος που δεν έχει ρυθμιστεί με κοινή συμφωνία «ακανόνιστος μισθός» 4. ο… …
6επίτιμος — η, ο (Α ἐπίτιμος, ον) αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια τού ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα… …
7επιτίμιος — ἐπιτίμιος, ον (Α) 1. έντιμος, αξιότιμος, δίκαιος («ἐπιτίμιος πόλις», επιγρ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί κάποιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτίμιον βλ. επιτίμιο …
8εφίερος — ἐφίερος, ον (Α) 1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον α) ιερός άρτος β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός] …
9κάνονας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …
10παραβόλιον — τὸ, Α [παράβολον] 1. το παράβολο 2. πληρωμή έναντι λογαριασμού 3. το επιτίμιο …
- 1
- 2