επιτίθεμαι

  • 71επαιθύσσω — ἐπαιθύσσω (Α) 1. τινάζω, ρίχνω πάνω σε κάποιον 2. (αμτβ.) επιτίθεμαι με ορμή, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιθύσσω «θέτω κάτι σε βίαιη κίνηση διεγείρω»] …

    Dictionary of Greek

  • 72επαιχμάζω — ἐπαιχμάζω (Α) εφορμώ, επιπίπτω, επιτίθεμαι …

    Dictionary of Greek

  • 73επαποδύω — ἐπαποδύω (Α) 1. γδύνω κάποιον για να αγωνιστεί εναντίον κάποιου άλλου 2. ορίζω, τοποθετώ κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου 2. μέσ. ἐπαποδυομαι α) αναλαμβάνω, επιχειρώ, ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ ἄνδρες, τουτωὶ τῷ πράγματι», Αριστος).) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 74επεγχειρώ — ἐπεγχειρῶ, έω (Α) προσβάλλω, επιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχειρώ «παίρνω στα χέρια μου, κυριεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 75επεισέρχομαι — ἐπεισέρχομαι (AM) 1. μπαίνω κι εγώ κάπου 2. ορμώ, επιτίθεμαι αρχ. 1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά 2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.) 3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 76επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 77επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 78επεμπίπτω — ἐπεμπίπτω (Α) 1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά 2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.) 3. συναρμολογώ, ταιριάζω …

    Dictionary of Greek

  • 79επενθρώσκω — ἐπενθρῴσκω (Α) τινάζομαι, πηδώ πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («σέλμασιν ναῶν ἐπενθορόντες ἄλλος ἄλλοσε», Αισχύλ.) 2. επιτίθεμαι («ἔνοπλος γὰρ ἐπ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθρώσκω «εφορμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 80επεξέρχομαι — (AM ἐπεξέρχομαι) 1. εξέρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι 2. διηγούμαι ώς το τέλος, με λεπτομέρειες («τούτου ἕνεκα ἐπεξήλθομεν καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἡμῶν», Θουκ.) 3. εξετάζω με ακρίβεια αρχ. μσν. εκδικούμαι αρχ. 1. κατηγορώ, καταγγέλλω («εἰ… …

    Dictionary of Greek