επιτίθεμαι

  • 61ενσείω — ἐνσείω (AM) [σείω] 1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.) 2. σείω με το χέρι αρχ. 1. χτυπώ βίαια στο έδαφος 2. καταστρέφω, διασπώ 3. εξωθώ, ωθώ 4. επιτίθεμαι, προσβάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 62εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 63εντινάσσω — ἐντινάσσω (AM) 1. εκσφενδονίζω κάτι εναντίον κάποιου 2. επιτίθεμαι …

    Dictionary of Greek

  • 64εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …

    Dictionary of Greek

  • 65εξορμώ — (I) (AM ἐξορμῶ, άω) [ορμώ] 1. βγαίνω ορμητικά, ξεκινώ με ορμή 2. επιτίθεμαι ορμητικά εναντίον κάποιου νεοελλ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι αρχ. 1. στέλνω στον πόλεμο 2. παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. κινώ προς τα έξω 4. μέσ. επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 66επέξειμι — ἐπέξειμι (Α) [έξειμι] 1. κάνω επιδρομή εναντίον τού εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.) 2. ξεφεύγω 3. παίρνω εκδίκηση 4. κάνω μήνυση («ὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.) 5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 67επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 68επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… …

    Dictionary of Greek

  • 69επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος …

    Dictionary of Greek

  • 70επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… …

    Dictionary of Greek