επιτίθεμαι
31αντανάγω — ἀντανάγω (Α) 1. ( ω κ. ομαι) οδηγώ τα πλοία εναντίον επερχόμενων εχθρικών πλοίων 2. επιτίθεμαι, ορμώ …
32αντεπιτίθεμαι — (AM ἀντεπιτίθεμαι Α κ. ενεργ. ἀντεπιτίθημι) κάνω αντεπίθεση, επιτίθεμαι κι εγώ εναντίον εχθρού ο οποίος μου έχει επιτεθεί αρχ. ( μι) 1. θέτω και εγώ επάνω 2. στέλνω απαντητική επιστολή …
33αντιπίπτω — ἀντιπίπτω (AM) επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι μσν. προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς αρχ. 1. πέφτω μέσα σε κάτι 2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω 3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση 4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής 5. (το ουδ. μτχ. ως… …
34αντιπαρεξάγω — ἀντιπαρεξάγω (Α) 1. εξάγω, οδηγώ στράτευμα εναντίον του εχθρού 2. επιτίθεμαι 3. φέρνω επιχειρήματα εναντίον κάποιου 4. συγκρίνω, παραλληλίζω …
35αντιφέρω — ἀντιφέρω (Α) 1. αντιτάσσω 2. ( ομαι) α) φέρομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εναντιώνομαι 6) φέρομαι προς κατεύθυνση αντίθετη …
36αράσσω — (AM ἀράσσω) ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. 1. προσορμίζομαι, αράζω 2. προσορμίζω νεοελλ. 1. επιδιώκω 2. καταφεύγω αρχ. Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω 2. συγκρούω, συντρίβω 3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω II. (… …
37ατάκα — (I) και αττάκα, η 1. μουσ. η συγχρονισμένη και ακριβής είσοδος των οργάνων της ορχήστρας 2. (θέατρ.) η άμεση απάντηση στη σκηνή η λέξη που ακούγεται από έναν ηθοποιό και στην οποία οφείλει ο άλλος κατά το κείμενο να απαντήσει. (II) (ως επίρρ.)… …
38βιαιοπραγώ — ( έω) 1. χρησιμοποιώ βία 2. επιτίθεμαι άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιαιοπραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
39βιστιρώ — και βιστιρίζω 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον 2. βρίζω, προσβάλλω 3. αποβιβάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (προβηγκ.) investir ή vistir, κατ άλλη δε άποψη < ιταλ. investire «κτυπώ, επιπίπτω»] …
40γιουργιάρω — και γιουρντάρω και γιουρντώ κάνω γιούργια, επιτίθεμαι …