επιτίθεμαι
21συνεπιτίθεμαι — ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α [ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι] επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ. β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ. γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα»,… …
22υπερεμπίπτω — ΜΑ επιτίθεμαι ορμητικά από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐμπίπτω «επιτίθεμαι ορμητικά»] …
23υφορμώ — (I) άω, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) κινούμαι βίαια κάτω από κάτι («ἀμφιβολία τις ὑφορμῶσα τῇ διανοίᾳ», Αδάμ.) 2. (μέσ. και παθ.) ὑφορμῶμαι, άομαι επιτίθεμαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀρμῶ (Ι) «κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, χυμώ, επιτίθεμαι»].… …
24άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …
25άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …
26άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …
27έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …
28ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …
29αμφιμάχομαι — ἀμφιμάχομαι (Α) 1. επιτίθεμαι με δριμύτητα, πολιορκώ 2. μάχομαι για την υπεράσπιση ή απόκτηση ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μάχομαι] …
30ανθάπτομαι — ἀνθάπτομαι (Α) 1. επιτίθεμαι και εγώ, αντεπιτίθεμαι 2. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι 3. συγκρούομαι, μπαίνω σε πόλεμο 4. καταφέρνω κάτι, κατορθώνω, φτάνω κάπου 5. (για λύπη, αρρώστια κλ.π.), προσβάλλω, κτυπώ, προξενώ πόνο 6. μέμφομαι, κατηγορώ …