επιτίθεμαι

  • 111ιαμβίζω — ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) [ίαμβος] επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.) αρχ. μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 112κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 113κατακρούω — και κατακρούγω (AM κατακρούω) νεοελλ. 1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.) β) «στα βάθη κατακρούω» γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.) γ) «κατακρούω… …

    Dictionary of Greek

  • 114καταπέφτω — και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω) 1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο») 2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό») νεοελλ. 1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 115κατεπίκειμαι — (AM) μένω ή βρίσκομαι πάνω σε κάτι ή σε κάποιον αρχ. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, κατηγορώ …

    Dictionary of Greek

  • 116κατεπιτίθημι — (Μ) 1. τοποθετώ επάνω κάτι επί πλέον 2. μέσ. κατεπιτίθεμαι εφορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιτίθημι «τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι»] …

    Dictionary of Greek

  • 117κατεπιχειρώ — κατεπιχειρῶ, έω (AM) 1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάτι 2. δοκιμάζω, προσπαθώ 3. προσβάλλω, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 118κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 119κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …

    Dictionary of Greek

  • 120κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …

    Dictionary of Greek