επιτίθεμαι

  • 101ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …

    Dictionary of Greek

  • 102εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… …

    Dictionary of Greek

  • 103εφέρπω — ἐφέρπω (Α) 1. έρπω πάνω σε κάτι 2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.) 3. έρχομαι («μήδ ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.) 4. προχωρώ, επιτίθεμαι 5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.) 6. επιγρ. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 104εφιππάζομαι — ἐφιππάζομαι (Α) 1. εφορμώ έφιππος, επιτίθεμαι 2. ιππεύω 3. τρέχω έφιππος 4. (με αισχρή σημ.) αυτός που καβαλιέται, που πηδιέται («ἄνωθεν ἐπικειμένην ἤ ἐφιππαζομένην», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππάζομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 105εφιππεύω — ἐφιππεύω (Α) 1. προσβάλλω με το ιππικό, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου έφιππος 2. επιβαίνω, εποχούμαι 3. (για ζώα) οχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱππεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 106εφορμίζω — (Α ἐφορμίζω) [έφορμος II] 1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω 2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω αρχ. 1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι 2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι …

    Dictionary of Greek

  • 107εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 108ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …

    Dictionary of Greek

  • 109θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 110θυμοβολώ — θυμοβολῶ, έω (Μ) προσβάλλω κάποιον βίαια, επιτίθεμαι ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βολώ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, λιθο βολώ] …

    Dictionary of Greek