επιτίθεμαι

  • 11κατεπιφύομαι — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) λυμαίνομαι μια χώρα 2. επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιφύομαι «βλαστάνω επιτίθεμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 12νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 13πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 14πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… …

    Dictionary of Greek

  • 15προέπειμι — Α επιτίθεμαι πρώτος εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔπειμι (II) «επιτίθεμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 16προεμπίπτω — ΜΑ 1. πέφτω προηγουμένως μέσα σε κάτι 2. προωθώ προς τα μέσα αρχ. 1. επιτίθεμαι, εφορμώ πρώτος 2. κάνω το πρώτο βήμα, κάνω την αρχή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπίπτω «πέφτω μέσα, επιτίθεμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 17προεπιχειρώ — έω, Α επιτίθεμαι πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιχειρῶ «επιτίθεμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 18προσεπιπίπτω — Α επιτίθεμαι εκτός τών άλλων κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπίπτω «επιτίθεμαι, εφορμώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 19συνέπειμι — Α επιτίθεμαι, εφορμώ από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔπειμι (II) «επιτίθεμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 20συνεπίκειμαι — Α 1. μαζί με κάποιον επιτίθεμαι εναντίον άλλου 2. πιέζω μαζί με κάποιον έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπίκειμαι «επιτίθεμαι»] …

    Dictionary of Greek