-
1 вычурность
вычурн||остьж ἡ ἐπιτήδευση, τό ἐξεζητημένο ὕφος. -
2 жеманство
жеман||ствос τά καμώματα, ἡ ἐπιτήδευση [-ις], τό νάζι. -
3 искусственность
иску́сственн||остьж ἡ προσποίηση [-ις], ἡ ἐπιτήδευση [-ις] / τό τεχνητό[ν], τό ψεύ-τικο[ν] (неестественность). -
4 манерность
манерн||остьж ἡ προσποίηση [-ις], τά καμώματα, τά τσακίσματα / ἡ ἐπιτήδευση, ἡ ἐκζήτηση (стиля). -
5 аффектация
-и θ.προσποίηση, επιτήδευση• αφύσικος τρόπος συμπεριφοράς. -
6 вычурность
-и θ., επιτήδευση, το εξεζητημένο, προσποίηση. -
7 деланность
-и θ.προσποίηση, επιτήδευση. -
8 искусственность
-и θ.προσποίηση, επιτήδευση, πλαστότητα. -
9 манерничанье
-я ουδ.προσποίηση, επιτήδευση. -
10 манерность
-и θ.προσποίηση, επιτήδευση. -
11 наигранность
-и θ.προσποίηση, πλαστότητα, επιτήδευση. -
12 наигрыш
-а α.1. λαΐκή ενόργανη μελωδία.2. προσποίηση, επιτήδευση, πλαστότητα. -
13 натяжка
-и θ.1. ένταση, τέντωμα, τάση•натяжка струн τέντωμα των χορδών.
2. μτφ. παρατράβηγμα, παραξήλωμα, υπέρβαση των ορίων•без всякой -и χωρίς κανένα παρατράβηγμα.
|| (παλ,)• δυσχέρεια• ψυχρότητα• το κατ ανάγκη, το βεβιασμένο προσποίηση, επιτήδευση. -
14 натянутость
-и θ.δυσχέρεια ψυχρότητα το κατ ανάγκη, το βεβιασμένο προσποίηση, επιτήδευση. -
15 неестественность
-и θ.1. το αφύσικον, το μη φυσιολογικό.2. προσποίηση, επιτήδευση.3. αντικανον ικδτητα, ασυνήθεια.4. το εξαιρετικόν, το ασύνηθες. -
16 поза
-ы θ.1. πόζα• σοβαροφάνεια.2. επιτήδευση, προσποίηση.εκφρ.встать (стать) в -у ή принять -у – ποζάρω. -
17 претенциозность
-и θ.επιτήδευση, προσποίηση• φαινομενικότητα. -
18 принуждённость
-и θ.προσποίηση, επιτήδευση. -
19 пуризм
-а α.υπερκαθαρολογία, ακριβολογία, επιτήδευση ορθολογίας. || καθαρότητα, γνησιότητα του καθαρού λόγου.. -
20 фальшь
-и θ.1. παλ. απάτη.2. προσποίηση, επιτήδευση, υποκρισία• ανειλικρίνεια.3. παραφωνία, φάλτσο.
См. также в других словарях:
επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επιτήδευση — η εξεζητημένη λεπτολογία, προσποίηση, πλαστός τρόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτηδεύσῃ — ἐπιτηδεύσηι , ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (epic) ἐπιτηδεύω pursue aor subj mid 2nd sg ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd sg ἐπιτηδεύω pursue fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ἐπιτηδεύσηι — ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (epic) ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj mid 2nd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηδευτός — ἐπιτηδευτός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός. επίρρ... ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α) με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση … Dictionary of Greek
κατακομψεύομαι — (Α) μιλώ για κάτι με επιτήδευση ή με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κομψεύομαι «μιλώ για κάτι με επιτήδευση»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
άνοια — Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας,… … Dictionary of Greek
ανεπιτήδευτος — η, ο (Α ἀνεπιτήδευτος, ον) ο χωρίς επιτήδευση, απροσποίητος, απλός αρχ. μη ασκημένος, μη δοκιμασμένος σε κάτι … Dictionary of Greek
αντιθεατρικός — ή, ό 1. εχθρός του θεάτρου 2. ασυμβίβαστος με τους κανόνες της θεατρικής τέχνης 3. αντίθετος προς την επιτήδευση και τις υπερβολές … Dictionary of Greek