-
1 ускорение
ускорениес в разн. знач. ἡ ἐπιτάχυν-σπ [-ις]. ἡ ἐπίσπευση [-ις]:\ускорение темпа строительства ἡ ἐπιτάχυνση τοῦ ρυθμοῦ τής οἰκοδόμησης· \ускорение оборачиваемости оборотных средств ἡ ἐπιτάχυνση τής κυκλοφορίας τοῦ κινητοῦ κεφαλαίου. -
2 ускорение
-я ουδ.επιτάχυνση, επίσπευση-- темпа посева επιτάχυνση του ρυθμού της σποράς•ускорение погрузки επίσπευση της φόρτωσης.
-
3 акселератор
ο επιταχυντήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акселератор
-
4 двигаться
1. (производить движение) κινούμαι, μετακινούμαι- возвратно-поступательно παλινδρομώ, εκτελώ παλινδρομικές κινήσεις- задним ходом (авто) - προς τα πίσω, βάζω όπισθεν2. (быть в движении) βρίσκομαι σε κίνησηκινούμαι3. (направляться) κατευθύνομαι, πορεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигаться
-
5 запаздывание
η υστέρηση, η καθυστέρηση, η αργοπορίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запаздывание
-
6 костюм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > костюм
-
7 приёмистость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмистость
-
8 промотирование
η ενεργοποίηση, η επιτάχυνση-ть ενεργοποιώ, επιταχύνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промотирование
-
9 разгон
1. (физ, тех.) η επιτάχυνση 2. (разбег) η φόρα 3. (организации, учреждения и т.п.) η διάλυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгон
-
10 форсирование
(усиливание, ускорение) η επιτάχυνσηη ενίσχυση-ть επιταχύνω, ενισχύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > форсирование
-
11 ускорение
-
12 форсирование
форси́рова||ниес1. (ускорение) ἡ ἐπι-τάχυνση [-ις]:\форсирование событий ἡ ἐπιτάχυνση τής ἐξέλιξης τῶν γεγονότων2. воен. ἡ διάβαση (μέ μάχη):\форсирование реки ἡ διάβαση ποταμού. -
13 ускорение
[ουσκαριένιιε] ονσ. ο. επιτάχυνση -
14 форсирование
[φαρσίραβανιιε] ουσ. ο. επιτάχυνση -
15 acceleration by powering
French\ \ calcul de racines caractéristiques d'une matrice à partir d'une puissance de cette matriceGerman\ \ Beschleunigung durch BeanspruchungserhöhungDutch\ \ acceleration by poweringItalian\ \ abbreviazione dei calcoli mediante elevamento a potenzaSpanish\ \ aceleración de cálculo por potenciaciónCatalan\ \ acceleració del càlcul per potenciacióPortuguese\ \ aceleração por potenciaçãoRomanian\ \ accelerarea calculului prin ridicarea puterii; scurtarea calculului prin ridicarea puterii; calculul rădăcinilor unei matrice plecând de la puterea acelei matriceDanish\ \ -Norwegian\ \ akselerasjon ved slårSwedish\ \ -Greek\ \ επιτάχυνση με τροφοδοσίαFinnish\ \ iterointiprosessin nopeuttaminen potenssiin korottamallaHungarian\ \ gyors megközelítés hatványozássalTurkish\ \ güçsel hızlandırma; güçlendirmeyle hızlandırmaEstonian\ \ astmefunktsiooni kohane kiirendusLithuanian\ \ pagreitinimas keliant laipsniuSlovenian\ \ pospešek, ki ga poganjaPolish\ \ przyspieszenie przez potęgowanieUkrainian\ \ покращення збіжності; шляхом підняття випадкової величини в степіньSerbian\ \ -Icelandic\ \ hröðun eftir mátturEuskara\ \ itzali k azelerazioaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ التعجيل بطريق زيادة القدرةAfrikaans\ \ versnelling deur magsverheffingChinese\ \ 赋 力 加 速Korean\ \ - -
16 ускорение
[ουσκαριένιιε] ονσ. ο. επιτάχυνση -
17 форсирование
[φαρσίραβανιιε] ουσ ο επιτάχυνση -
18 наддача
-и θ. (απλ.).1. επαύξηση, προσαύξηση.2. επιτάχυνση. || προσθήκη, -θέμα. -
19 спурт
-а α.επιτάχυνση. -
20 учащение
-я ουδ.1. συχνότητα.2. επιτάχυνση, επίσπευση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε … Dictionary of Greek
επιτάχυνση — η 1. η επαύξηση της ταχύτητας, κίνηση ή ενέργεια με ταχύτερο ρυθμό, η επίσπευση. 2. (φυσ.), η αύξηση της ταχύτητας στη μονάδα του χρόνου σώματος που κινείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφαπτομενική επιτάχυνση — Η συνιστώσα αε της επιτάχυνσης ενός υλικού σημείου, κατά την κίνησή του πάνω σε μια καμπύλη του χώρου (τροχιά), που έχει τη διεύθυνση της εφαπτομένης στην τροχιά. Για παράδειγμα, αν η επιτάχυνση και η ταχύτητα (εφαπτομενική) του σωματίου είναι… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… … Dictionary of Greek
κινηματική — Κλάδος της μηχανικής ο οποίος μελετά τις γεωμετρικές ιδιότητες της κίνησης των υλικών σημείων, αλλά και των στερεών σωμάτων. Τα θεμελιώδη μεγέθη της κ. είναι το μήκος και ο χρόνος. Τα υπόλοιπα μεγέθη (ταχύτητα, επιτάχυνση) προκύπτουν από τα… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek