επιστημονικός

  • 91θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …

    Dictionary of Greek

  • 92θερμομετρία — η φυσ. χημ. ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μέτρηση τών θερμοκρασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + μετρία*. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometrie] …

    Dictionary of Greek

  • 93θνητότητα — η (ΑΜ θνητότης) η ιδιότητα τού θνητού, το να είναι κανείς θνητός νεοελλ. ιατρ. ο αριθμός τών θανάτων από μια νόσο σε σχέση με τον αριθμό τών περιπτώσεων νοσήσεως από τη νόσο αυτή, επί τοις εκατό ή επί τοις χιλίοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός. Η λ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 94ιάνθινος — η, ο (Α ἰάνθινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας janthinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος… …

    Dictionary of Greek

  • 95ιασιώνη — και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη) δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό τής οικογένειας καμπανουλίδες τής τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω τής ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς… …

    Dictionary of Greek

  • 96ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 97ιξώδης — ες (Α ἰξώδης, ῶδες) [ιξός] αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης νεοελλ. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών αρχ. μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. ώδης (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 98ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 99ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 100ισότροπος — η, ο (Α ἰσότροπος, ον) νεοελλ. 1. μαθ. φρ. «ισότροπη ευθεία» φανταστική ευθεία τής οποίας κάθε τμήμα είναι μηδενικού μήκους 2. φυσ. χημ. όρος που χαρακτηρίζει σώματα ή μέσα, οι μακροσκοπικές ιδιότητες τών οποίων σε οποιοδήποτε σημείο τους δεν… …

    Dictionary of Greek