επιστημονικός

  • 81διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ …

    Dictionary of Greek

  • 82διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 83διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …

    Dictionary of Greek

  • 84εμβληματολογία — η επιστημονικός κλάδος που μελετά τα εμβλήματα, οικοσημολογία, εραλδική …

    Dictionary of Greek

  • 85επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 86ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …

    Dictionary of Greek

  • 87ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… …

    Dictionary of Greek

  • 88ηλεκτρομεταλλουργία — Κλάδος της μεταλλουργίας. Ασχολείται με την παραγωγή και τον καθαρισμό των μεταλλευτικών προϊόντων μέσω της χρησιμοποίησης των θερμικών και ηλεκτρολυτικών ιδιοτήτων του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ηλεκτρικές βιομηχανικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στην …

    Dictionary of Greek

  • 89ηλεκτρονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλεκτρόνια ή που λειτουργεί με βάση τις ιδιότητες τών ηλεκτρονίων 2. το αρσ. ως ουσ. ο ειδικός στην ηλεκτρονική 3. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτρονική επιστημονικός και τεχνολογικός κλάδος που έχει ως… …

    Dictionary of Greek

  • 90ηφαιστειολογία — η γεωλ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τα ηφαιστειακά φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. volcanology < volcano «ηφαίστειο» + logy (πρβλ. λογια < λογος < λόγος)] …

    Dictionary of Greek