επιστημονικός

  • 71αμπελολογία — η (Γεωπ.) επιστημονικός τομέας τού γεωπονικού κλάδου τής φυτοτεχνίας που περιλαμβάνει κάθε γνώση σχετική με τα αμπέλια …

    Dictionary of Greek

  • 72αμπελοπαθολογία — η ο επιστημονικός κλάδος που περιλαμβάνει τη μελέτη των παθήσεων τών αμπελιών λόγω προσβολής τους από φυτικά παράσιτα, τών φθορών τους από ζωικά παράσιτα (ιδίως Έντομα), τών διαταραχών τής θρέψης τους και τών φθορών τους από αντίξοες… …

    Dictionary of Greek

  • 73αμπελοπροστασία — η (Γεωπ.) ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τα μέτρα προστασίας τών αμπελιών από φυτικά και ζωικά παράσιτα …

    Dictionary of Greek

  • 74αμφιοξύς — ή αμφίοξος, ο Ζωολ. με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί οι αντιπρόσωποι τής υποσυνομοταξίας Κεφαλοχορδωτά ή Ακράνια* (30 είδη περίπου), που ζουν στις τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες θάλασσες. Τα Κεφαλοχορδωτά μαζί με την υποσυνομοταξία τών… …

    Dictionary of Greek

  • 75αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …

    Dictionary of Greek

  • 76αποδεικτικός — ή, ό (AM ἀποδεικτικός, όν) [αποδεικνύω] ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για απόδειξη, αυτός που αποδεικνύει νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αποδεικτικό έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή επιβεβαιώνεται κάτι αρχ. 1. (για ανθρώπους) επιστημονικός, ακριβής 2 …

    Dictionary of Greek

  • 77αποτιμητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποτίμηση 2. το θηλ. ως ουσ. η αποτιμητική επιστημονικός κλάδος της οικονομικής των επιχειρήσεων που ασχολείται με τις μεθόδους χρηματικής εκτίμησης των οικονομικών αγαθών …

    Dictionary of Greek

  • 78βενθικός — ή, ό επιστημονικός όρος που αναφέρεται: 1. στο περιβάλλον του βυθού των ωκεανών, των θαλασσών, των λιμνών και των ποταμών 2. στα ζώα και τα φυτά που ζουν στον βυθό 3. στις βιολογικές και γεωλογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον βυθό …

    Dictionary of Greek

  • 79βιβλιοθηκονομία — Έτσι ονομάζεται το επάγγελμα που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και τη διοίκηση των βιβλιοθηκών. Ο τομέας της οργάνωσης περιλαμβάνει την ίδρυση της βιβλιοθήκης, την απόκτηση βιβλίων, την εγγραφή τους στους καταλόγους και την τοποθέτησή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 80διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …

    Dictionary of Greek