επιστημονικός

  • 61ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… …

    Dictionary of Greek

  • 62ίβις — Γενική ονομασία πτηνών της υπόταξης των πελαγομόρφων, της οικογένειας των θρησκειορνιθιδών. Το πιο γνωστό είναι η ί. η ιερά (Τhreskiornis aethiopicus), διαδεδομένο στην Αφρική (εκτός από τις νοτιοανατολικές περιοχές της) και σε μερικές ζώνες της… …

    Dictionary of Greek

  • 63αβασία — Ψυχοπαθολογική κατάσταση υστερικού χαρακτήρα ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά, ενώ μπορεί να μετακινείται με πηδήματα ή μπουσουλώντας, να κολυμπάει, να σκαρφαλώνει στα δέντρα ακόμη και να χορεύει. Τις περισσότερες φορές… …

    Dictionary of Greek

  • 64αγγειόσπερμα — Η σημαντικότερη από τις δύο υποδιαιρέσεις των φανερόγαμων φυτών· σε αυτή περιλαμβάνονται όλα τα φυτά που έχουν άνθη και παράγουν σπέρματα, τα οποία περιέχονται στην ωοθήκη, ενώ στα γυμνόσπερμα τα ωοκύτταρα είναι γυμνά. Η ωοθήκη των α. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 65αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …

    Dictionary of Greek

  • 66αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… …

    Dictionary of Greek

  • 67αεροβίωση — η (Βιολ.) η διαβίωση σε περιβάλλον που περιέχει ελεύθερο οξυγόνο, σε αντίθεση με την αναεροβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < aerobiosis, νεολατινικός επιστημονικός όρος, ελληνογενής < ἀήρ, έρος + βίωσις ( η)] …

    Dictionary of Greek

  • 68αθηροσκλήρωση — η Ιατρ. σχηματισμός πλακών από εναπόθεση λιπών (αθηρώματα) στον έσω χιτώνα τών αρτηριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < atherosclerosis, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής < athero (> αθήρωμα*) + sclerosis (< σκλήρωσις ( η)] …

    Dictionary of Greek

  • 69αθηρωμάτωση — η Ιατρ. ο σχηματισμός πλακών από εναπόθεση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα τών αγγείων τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < atheromatosis, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής αθήρωμα* + ωσις ( ή)] …

    Dictionary of Greek

  • 70αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …

    Dictionary of Greek