επιστημονικός

  • 51Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …

    Dictionary of Greek

  • 52Μπιτσάκης, Ευτύχιος — (Κακοδίκι Χανίων 1926 –). Φυσικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Θεωρητική, ατομική και πυρηνική φυσική στο πανεπιστήμιο Παρισίων και αναγορεύτηκε διδάκτορας φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Paris VIII.… …

    Dictionary of Greek

  • 53ἐπιστημονικωτέρα — ἐπιστημονικωτέρᾱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc/acc comp dual ἐπιστημονικωτέρᾱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 54ἐπιστημονικωτέρας — ἐπιστημονικωτέρᾱς , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem acc comp pl ἐπιστημονικωτέρᾱς , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 55АЛКИНОЙ —     АЛКИНОЙ Ἀλκίνους) (2 Я ПОЛ. 2 в. н. э.?), автор написанного по гречески сочинения, известного как «Учебник» или «Сводка платоновской философии» (варианты названия: Ἀλκινόου Διδασκαλικὸς τῶν Πλάτωνος δογμάτων Parisinus gr. 1962, Pinax, f. 146V …

    Античная философия

  • 56Никомах Герасский — Никомах из Герасы, Никомах Герасский (Νικόμαχος ὁ Γερασένος) (1 я пол. 2 в. н. э.)  древнегреческий философ (представитель неопифагореизма), математик, теоретик музыки. Биографических сведений о Никомахе не сохранилось. Годы жизни… …

    Википедия

  • 57Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 58Πύθων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …

    Dictionary of Greek

  • 59άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 60ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… …

    Dictionary of Greek