επιστημονικός
41ἐπιστημονικώταται — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc superl pl …
42ἐπιστημονικώτατοι — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc nom/voc superl pl …
43ἐπιστημονικώτατος — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc nom superl sg …
44ἐπιστημονικώτερα — ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc comp pl …
45ἐπιστημονικώτεροι — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc nom/voc comp pl …
46ἐπιστημονικώτερος — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc nom comp sg …
47σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …
48κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …
49επιστημονικοφανής — ές αυτός που φαινομενικά, όχι στην ουσία, είναι επιστημονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστημονικός + φανής (< φαίνομαι)] …
50φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που …