επιστημονικός

  • 121λαμπαδίτης — ο (Α λαμπαδίτης) νεοελλ. 1. (ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό που αποτελείται κυρίως από ένυδρο οξείδιο τού μαγγανίου, από 18% και πλέον οξείδιο τού χαλκού και από μικρή ποσότητα οξειδίου τού κοβαλτίου 2. συν. στον πληθ. οι λαμπαδίτες αυτοί που βαστάζουν σε …

    Dictionary of Greek

  • 122λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… …

    Dictionary of Greek

  • 123μακρόκεντρος — η, ο (Α μακρόκεντρος, ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας braconidae αρχ. 1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.) 2. (για καρπούς,… …

    Dictionary of Greek

  • 124μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …

    Dictionary of Greek

  • 125μετεωριτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μετεωρίτες 2. το θηλ. ως ουσ. η μετεωριτική (αστρον. γεωλ.) επιστημονικός κλάδος που ως αντικείμενό του έχει τη μελέτη τών μετεώρων και τών μετεωριτών …

    Dictionary of Greek

  • 126μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει …

    Dictionary of Greek

  • 127μοριακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μόρια τών σωμάτων («μοριακή θεωρία») 2. φρ. α) «μοριακή βιολογία» βιολ. επιστημονικός τομέας που ασχολείται με τη μελέτη τών δομών και διαδικασιών τών βιολογικών φαινομένων στο μοριακό επίπεδο β) «μοριακή …

    Dictionary of Greek

  • 128μυκητολογία — η επιστημονικός κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη τών μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. mycology (< μύκης «μύκητας» + λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] …

    Dictionary of Greek