επιστημονικός

  • 111κερκοπίθηκος — Γένος πιθήκων, πολύ διαδεδομένο στην τροπική Αφρική και στη ζώνη του ισημερινού. Το σώμα τους έχει το μέγεθος γάτας και είναι λεπτό και ευκίνητο. Τα μπροστινά τους άκρα μοιάζουν με τα πίσω, ενώ έχουν πολύ ανεπτυγμένο το μεγάλο δάχτυλο. Η ουρά… …

    Dictionary of Greek

  • 112κιρκαίος — α, ον (Α κιρκαῑος, αία, ον, θηλ. και κιρκέα) το θηλ. ως ουσ. η κιρκαία γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες αρχ. φρ. α) «κιρκαία ῥίζα» η ρίζα τού ομώνυμου φυτού η οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 113κοιλέντερο — το (Μ κοιλέντερον) νεοελλ. ζωολ. η μοναδική κοιλότητα που υπάρχει μέσα στο σώμα τών κνιδοζώων και στην οποία αυτά οφείλουν και την άλλη ονομασία τους, δηλ. κοιλεντερόζωα ή κοιλεντερωτά μσν. έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + έντερον. Ως νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 114κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 115κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 116κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… …

    Dictionary of Greek

  • 117κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος …

    Dictionary of Greek

  • 118κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …

    Dictionary of Greek

  • 119κόλο(ν) — το (AM κόλον και σπαν. κῶλον) το τμήμα τού παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή τού απευθυσμένου αρχ. τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και… …

    Dictionary of Greek

  • 120κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …

    Dictionary of Greek