επιστημονικός

  • 101κάκτος — ο και η (Α κάκτος) νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών τής οικογένειας κακτίδες | αρχ. 1. είδος τού φυτού κυνάρα, κν. αγριαγκινάρα 2. ο καρπός τής κυνάρας 3. το φύλλο τού καρπού τής κυνάρας, το οποίο τρώγεται, εκτός από το αγκάθι που έχει στην… …

    Dictionary of Greek

  • 102καλαμίτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Λατρευόταν ως ήρωας στην αρχαία Αττική. Φαίνεται ότι ανήκε στον κύκλο της θεάς Δήμητρας και η λατρεία του συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών. * * * ο (Α καλαμίτης) νεοελλ. 1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν… …

    Dictionary of Greek

  • 103καλολογία — η (Μ καλολογία) [καλολογώ] το να εκφράζεται κάποιος κομψά και με γλαφυρότητα νεοελλ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη σπουδή και τη διδασκαλία τού καλού, δηλ. τού ωραίου, αλλ. αισθητική …

    Dictionary of Greek

  • 104καλυπτρίδα — η (υποκορ. τού καλύπτρα) 1. μικρή καλύπτρα 2. (μικρβλ.) λεπτότατο γυάλινο πλακίδιο με το οποίο καλύπτεται το παρασκεύασμα στην αντικειμενοφόρο πλάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύπτρα (< καλύπτω) + υποκορ. κατάλ. ίδα (πρβλ. αλυσ ίδα). Ως επιστημονικός… …

    Dictionary of Greek

  • 105κατακρήμνισμα — το 1. το κατακάθι 2. χημ. το ίζημα 3. (μετεωρ.) φρ. «ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα» τα προϊόντα συμπύκνωσης τών υδρατμών τής ατμόσφαιρας τα οποία πέφτουν στην επιφάνεια τής γης ως βροχή, χιόνι, χαλάζι, ομίχλη, πάχνη, δροσιά κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 106καταφόρηση — ἡ 1. η μεταφορά προς τα κάτω, η εξώθηση προς τα κάτω («καταφόρηση άμμου από τα νερά τού ποταμού») 2. χημ. μετατόπιση τών σωματιδίων προς την κάθοδο σε ένα κολλοειδές σύστημα υπό την επίδραση τού ηλεκτρικού πεδίου 3. ιατρ. εισαγωγή φαρμακευτικών… …

    Dictionary of Greek

  • 107καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών …

    Dictionary of Greek

  • 108κεντρίσκος — (Centriscus). Γένος ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κεντρισκιδών. Περιλαμβάνει ψάρια που έχουν μικρό και ωοειδές σώμα, πεπιεσμένο πλευρικά, μήκους μέχρι 15 εκ. και μακρύ και λεπτό ρύγχος σαν ράμφος πουλιού, το οποίο απολήγει …

    Dictionary of Greek

  • 109κεντροφόρος — ο (Α κεντροφόρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων τής οικογένειας squalidae αρχ. 1. αυτός που έχει κεντρί 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος ο κεντρίνης* 3. αυτός που αποτελεί το κέντρο τής οικουμένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < …

    Dictionary of Greek

  • 110κεντρώδης — ες (Α κεντρώδης, ώδες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεντρώδη βοτ. τάξη μονοκύτταρων φυκών που ανήκει στο φύλο βακιλλαριόφυτα τής κλάσης βακιλλαριοφύκη αρχ. οξύς, ακανθώδης, με αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι… …

    Dictionary of Greek