επιθυμία

  • 51λιμπίζομαι — (Μ λιμπίζομαι και λιμβίζομαι) αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια») νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 52μεράκι — το 1. μεγάλη επιθυμία, πόθος, λαχτάρα («έχει μεράκι να πάει στην πατρίδα του») 2. λύπη, μελαγχολία για κάποια επιθυμία που δεν πραγματοποιήθηκε, καημός («τού μεινε μεράκι που δεν σπούδασε») 3. έντονη κλίση, πάθος («έχει μεράκι με τη δουλειά του») …

    Dictionary of Greek

  • 53μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …

    Dictionary of Greek

  • 54ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω …

    Dictionary of Greek

  • 55ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… …

    Dictionary of Greek

  • 56πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …

    Dictionary of Greek

  • 57πανίμερος — ον, Α 1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός 2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ ίμερος)] …

    Dictionary of Greek

  • 58πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… …

    Dictionary of Greek

  • 59πεθυμιά — και αποθυμιά, η επιθυμία, πόθος («την πεθυμιά πληθύνασι, την όρεξη μ αλλάξα», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία (βλ. λ. πεθυμώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 60πιθυμιά — η, Ν η επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …

    Dictionary of Greek