επιθυμία

  • 41διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …

    Dictionary of Greek

  • 42ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …

    Dictionary of Greek

  • 43επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ …

    Dictionary of Greek

  • 44εφετικός — ή, ό (ΑΜ ἐφετικός, ή, όν) [εφίημι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός 2. φρ. «εφετικά ρήματα» ρήματα τής αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε σείω, άω, ιάω νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 45ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 46θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 47θελημάτιον — θελημάτιον, το (Α) πάπ. (υποκορ. τού θέλημα) μικρή επιθυμία («ἔσχατον θελημάτιον» η τελευταία επιθυμία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] …

    Dictionary of Greek

  • 48θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …

    Dictionary of Greek

  • 49κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 50κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek