Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιβάλλομαι

  • 1 подавить

    ρ.σ.μ.
    1. πιέζω, πατώ θλίβω.
    2. (για όλα, πολλά)• συνθλίβω, συμπιέζω, πατώ• σπάζω.
    3. (κατά)πνίγω, καταστέλλω•

    подавить мятеж καταστέλλω τη στάση.

    || μτφ. (συγ)κρατώ, υπερνικώ, βαστώ, καταπίνω•

    подавить вздох συγκρατώ τον αναστεναγμό•

    подавить страх υπερνικώ το φόβο•

    подавить боль βαστώ τον πόνο.

    4. μτφ. καλύπτω, σκεπάζω• επισκιάζω.
    5. επιβάλλομαι, καταπλήσσω•

    подавить авторитетом επιβάλλομαι με το κύρος•

    подавить всех своим исключительный успехом καταπλήσσω όλους με την εξαιρετική επιτυχία μου.

    6. λυπώ, θλίβω.
    1. πνίγομαι•

    подавить рыбной костью πνίγομαι με ψαροκόκκαλο.

    2. μτφ. κομπιάζω, πνίγομαι, μπουχτίζω.

    Большой русско-греческий словарь > подавить

  • 2 водвориться

    водворить||ся
    1. (поселяться, помещаться) ἐγκαθίσταμαι, κατοικώ·
    2. (о порядке) ἀποκαθίσταμαι, ἐπιβάλλομαι.

    Русско-новогреческий словарь > водвориться

  • 3 импонировать

    [ιμπονίραβατ'] ρ. επιβάλλομαι

    Русско-греческий новый словарь > импонировать

  • 4 импонировать

    [ιμπονίραβατ'] ρ επιβάλλομαι

    Русско-эллинский словарь > импонировать

  • 5 диктовать

    -тую, -уешь, ρ.δ.μ.
    1. υπαγορεύω (σέ κάποιον για να γράψει).
    2. ορίζω, επιβάλλω, υποχρεώνω•

    диктовать свою волю побежднному υπαγορεύω τη θέληση μου στο νικημένο.

    1. υπαγορεύομαι.
    2. ορίζομαι, επιβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > диктовать

  • 6 долженствовать

    -ствую, долженствовать ствуешь
    ρ.δ.
    παλ. οφείλω, είμαι υποχρεωμένος•, πρέπω (απρόσ.), επιβάλλομαι (απρόσ.).

    Большой русско-греческий словарь > долженствовать

  • 7 импонирующий

    ρ.δ.
    επιβάλλω, επιβάλλομαι• εμπνέω (σεβασμό, φόβο κ.τ.τ.).
    επ. από μτχ.
    που επιβάλλεται, που εμπνέει σεβασμό.

    Большой русско-греческий словарь > импонирующий

  • 8 налагать

    ρ.δ.
    βλ. наложить (4 σημ.).
    επιβάλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > налагать

  • 9 овладеть

    ρ.σ.μ. (με οργν.).
    1. κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω•

    овладеть городом κυριεύω την πόλη•

    овладеть стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση.

    2. υποτάσσω, κάνω υποχείριο. || κατευθύνω όπως θέλω. || γίνομαι κάτοχος, κύριος•

    овладеть имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας.

    3. μαθαίνω καλά, κατέχω γνωρίζω καλά•

    овладеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα•

    овладеть техникой и наукой καταχτώ την τεχνική και επιστήμη.

    4. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, με πιάνει•

    им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία•

    отчаяние им -ло απελπισία τον έπιασε.

    5. αφομοιώνω•

    овладеть зниния-ми αφομοιώνω γνώσεις.

    εκφρ.
    овладеть собой – κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτό επιβάλλομαι, συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > овладеть

  • 10 одолеть

    ρ.σ.μ.
    1. υπερνικώ υπερισχύω.
    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) υπερβάλλω, υπερβαίνω.
    3. υπερέχω, υπερτερώ ξεπερνώ.
    4. με κυριεύει, με πιάνει•

    лень меня -ла μ έπιασε η τεμπελιά.

    5. μτφ. ενοχλώ, δεν αφήνω σε ησυχία•

    мухи -ли οι μύγες δε μ άφησαν σε ησυχία.

    εκφρ.
    - себя – συγκρατιέμαι, επιβάλλομαι στον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > одолеть

  • 11 оседлать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ос-дланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. σελώνω• σαμαρώνω•

    оседлать коня σελώνω το άλογο.

    || φορώ, βάζω•

    оседлать нос очками βάζω τα ματογυάλια.

    || ιππεύω, καβαλικεύω. || μτφ. επιβάλλομαι, υποτάσσω, καβαλικεύω.
    2. (στρατ.) εγκατασταίνο-μαι, κρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > оседлать

См. также в других словарях:

  • επιβάλλομαι — επιβάλλομαι, επιβλήθηκα, επιβεβλημένος βλ. πίν. 147 (και ως απρόσ. επιβάλλεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπιβάλλομαι — ἐπιβάλλω throw pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • γκέμι — το (συνήθως πληθ.) τα γκέμια Ι. ηνία, χαλινάρια II. φρ. 1. «βαστάω καλά τα γκέμια» διευθύνω καλά, επιβάλλομαι απόλυτα 2. βάνει τού ψύλλου τα γκέμια» καταφέρνει τα πάντα, καλλιγώνει τον ψύλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gem] …   Dictionary of Greek

  • δεσπόζω — (AM δεσπόζω) 1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω 2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου νεοελλ. 1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος («αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες») 2. (για τόπους) βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… …   Dictionary of Greek

  • επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο …   Dictionary of Greek

  • επαναστρέφω — (Α ἐπαναστρέφω) [στρέφω] (αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω νεοελλ. στρέφω κάτι προς τα πίσω, τό ξαναγυρίζω μσν. 1. (για ομιλία) επανέρχομαι 2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω αρχ. μσν. (για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση τής… …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»