-
1 влияние
влияние с η επιρροή, η επίδραση το κύρος (авторитет) оказать \влияние επηρεάζω, ασκώ επιρροή пользоваться \влиянием έχω επιρροή* * *сη επιρροή, η επίδραση; κύρος ( авторитет)оказа́ть влия́ние — επηρεάζω, ασκώ επιρροή
по́льзоваться влия́нием — έχω επιρροή
-
2 влиять
-
3 влиять
(εξ)ασκώ επιρροή/επίδραση, επηρεάζωεπιδρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > влиять
-
4 влияние
влия||ниес1. (воздействие) ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπενέργεμα:оказывать \влияние ἐξασκῶ ἐπίδραση, ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω, ἐπενεργώ· поддаваться \влияниению ἐπηρεάζομαι, ὑφίσταμαι τήν ἐπίδραση·2. (сила авторитета) ἡ ἐπιρροή, τό κϋρος, ἡ ίσχύς, ἡ αὐθεντία:человек с большим \влияниением ἄνθρωπος μέ μεγάλο κύρος (или μέ μεγάλην ίσχύν)· пользоваться \влияниением ἔχω ἐπιρροή, ἔχω κύρος. -
5 влиять
влия||тьнесов ἐξασκῶ ἐπιρροή[ν], ἐπηρεάζω, ἐπιδρω. -
6 заражать
зараж||атьнесов1. μολύνω, μεταδίδω ἀρρώστεια:\заражать воздух μολύνω τόν ἀέρα·2. перен ἐμπνέω, ἐπηρεάζω, παρασέρνω:\заражать примером δίνω τό παράδειγμα· \заражать мужеством ἐμπνέω ἡρωισμό. -
7 отражаться
отражать||ся1. (о лучах, звуках) ἀντανακλώμαι, ἀντικαθρεφτίζομαι, ἀντικατοπτρίζομαι·2. (оказывать влияние) ἐπιδρώ, ἐπηρεάζω. -
8 повлиять
повлиятьсов1. см. влиять·2. (склонить, убедить) ἐπηρεάζω, πείθω:\повлиять на кого́-л. πείθω κάποιον. -
9 влиять
ρ.δ.επιδρώ, επηρεάζω, επενεργώ, ασκώ επιρροή, επίδραση•влиять на детей επιδρώ στά παιδιά•
влиять на события επιδρώ στα γεγονότα.
-
10 отразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отраженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. αποκρούω απωθώ•отразить удар αποκρούω χτύπημα.
|| μτφ. αντικρούω ανασκευάζω•отразить обвинений αντικρούω τις κατηγορίες.
2. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω. || αντηχώ, απηχώ.3. μτφ. απεικονίζω•отразить жизнь в романе απεικονίζω τη ζωή στο μυθιστόρημα.
1. παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαι.2. αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι.3. μτφ. απεικονίζομαι, καθρεφτίζομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι•в глазах его -лся испуг στα μάτια του διακρίνονταν ο φόβος•
на лице е -лась радость στο πρόσωπο της φαινόταν η χαρά.
4. επιδρώ, επενεργώ, επηρεάζω. -
11 повлиять
ρ.σ.επιδρώ, επηρεάζω• επενεργώ. -
12 подчинить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подчинённый, βρ: -нён, -нена, -но.1. υποτάσσω, κατακτώ•подчинить совсем καθυποτάσσω.
2. θέτω, βάζω, υπάγω κάτω από την εξουσία μου εξαρτώ•подчинить свои действия голосу рассудка υποτάσσω τις ενέργειες μου στη φωνή του λογικού•
закону υποτάσσω στο νόμο•
подчинить своему влиянию кого-Η.
επηρεάζω κάποιον.3. (γραμμ.) εξαρτώ•одному главному предложению могут быть подчинены несколько придаточных σε μια κύρια πρόταση μπορεί να υποταχτούν κάμποσες δευτερεύουσες.
υποτάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ἐπηρεάζω — threaten abusively pres subj act 1st sg ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind act 1st sg ἐπηρεάζω threaten abusively pres subj act 1st sg ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επηρεάζω — επηρεάζω, επηρέασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επηρεάζω — (AM ἐπηρεάζω) ασκώ βλαβερή επίδραση νεοελλ. 1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα») 2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του») αρχ. μσν. 1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ… … Dictionary of Greek
επηρεάζω — επηρέασα, επηρεάστηκα, επηρεασμένος, μτβ. 1. επιδρώ, εξασκώ επίδραση, επενεργώ (κυρίως βλαβερά): Η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα. 2. (για πρόσωπα), ασκώ ηθική επίδραση, επιδρώ στη βούληση, το συναίσθημα, την ψυχή γενικά: Ο δημαγωγός επηρεάζει τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπηρεάζεσθε — ἐπηρεάζω threaten abusively pres imperat mp 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind mp 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively imperf ind mp 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively pres imperat mp 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεάζετε — ἐπηρεάζω threaten abusively pres imperat act 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind act 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively imperf ind act 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively pres imperat act 2nd pl ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind act 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεάσθην — ἐπηρεάζω threaten abusively plup ind mp 3rd dual ἐπηρεάζω threaten abusively aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπηρεάζω threaten abusively aor ind pass 1st sg ἐπηρεάζω threaten abusively aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπηρεάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεάζῃ — ἐπηρεάζω threaten abusively pres subj mp 2nd sg ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind mp 2nd sg ἐπηρεάζω threaten abusively pres subj act 3rd sg ἐπηρεάζω threaten abusively pres subj mp 2nd sg ἐπηρεάζω threaten abusively pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεάσει — ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj act 3rd sg (epic) ἐπηρεάζω threaten abusively fut ind mid 2nd sg ἐπηρεάζω threaten abusively fut ind act 3rd sg ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj act 3rd sg (epic) ἐπηρεάζω threaten abusively fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεάσουσιν — ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj act 3rd pl (epic) ἐπηρεάζω threaten abusively fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπηρεάζω threaten abusively fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεάσῃ — ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj mid 2nd sg ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj act 3rd sg ἐπηρεάζω threaten abusively fut ind mid 2nd sg ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj mid 2nd sg ἐπηρεάζω threaten abusively aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)