επεοικα
1επέοικα — ἐπέοικα (Α) 1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ ἐπέοικε») 2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»] …
2ἐπεοίκασιν — ἐπεοίκᾱσιν , ἐπέοικε perf ind act 3rd pl …
3ἐπέοιχ' — ἐπέοικα , ἐπέοικε perf ind act 1st sg ἐπέοικε , ἐπέοικε perf imperat act 2nd sg ἐπέοικε , ἐπέοικε perf ind act 3rd sg …
4επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …