επεμβαίνω
81διακοσμώ — διακόσμησα, διακοσμήθηκα, διακοσμημένος, επεμβαίνω με σκοπό την αισθητική βελτίωση, εξωραΐζω: Το κτίριο διακοσμήθηκε εξωτερικά από γνωστό αρχιτέκτονα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82κατεπεμβαίνειν — κατά ἐπεμβαίνω step pres inf act (attic epic) …
83κατεπεμβαίνεις — κατά ἐπεμβαίνω step pres ind act 2nd sg …
84κατεπεμβαίνοντες — κατά ἐπεμβαίνω step pres part act masc nom/voc pl …
85κατεπεμβαίνουσα — κατά ἐπεμβαίνω step pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
86κατεπεμβαίνων — κατά ἐπεμβαίνω step pres part act masc nom sg …
87προσεπεμβαίνωμεν — πρόσ ἐπεμβαίνω step pres subj act 1st pl …
88προσεπεμβῆναι — πρόσ ἐπεμβαίνω step aor inf act …
89προσεπεμβῇ — πρός , ἐπί , ἐν βάζω speak fut ind mid 2nd sg (doric) πρός , ἐπί , ἐν βάζω speak fut ind act 3rd sg (doric) πρόσ ἐπεμβαίνω step aor subj act 3rd sg …
90συνεπεμβαίνειν — σύν ἐπεμβαίνω step pres inf act (attic epic) …