επεμβαίνω

  • 71επεμβάτης — ἐπεμβάτης και ἐπεμβατήρ, ο (Α) [επεμβαίνω] 1. αναβάτης («ἵππων... ἐπεμβάτας», Ευρ.) 2. ιππέας 3. φρ. «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» αυτοί που πατούν ανάλαφρα …

    Dictionary of Greek

  • 72επιπαρέρχομαι — ἐπιπαρέρχομαι (Α) 1. προσπερνώ («ἐπιπαρῆλθεν ἐπιπολὺ παρὰ τὴν ὄχθην», Δίων Κάσσ.) 2. αστρολ. επεμβαίνω επίσης …

    Dictionary of Greek

  • 73επιχειρίζομαι — (Α ἐπιχειρίζω Μ ἐπιχειρίζομαι) [χειρίζω] μσν. νεοελλ. 1. επιχειρώ 2. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι 3. συναναστρέφομαι | μσν. επεμβαίνω αρχ. 1. προσβάλλω, επιτίθεμαι 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐπικεχειρισμένος, η, ον αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 74μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 75μπατσάρομαι — και πατσάρομαι επιχειρώ, επεμβαίνω, ανακατεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. impazzarse (ή τοσκαν. impacciarsi)] …

    Dictionary of Greek

  • 76παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …

    Dictionary of Greek

  • 77παρεγχειρώ — έω, Α 1. παραβιάζω, επεμβαίνω με κακό τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ χειρεῑν τολμῶντες», Φίλων.) 2. επιχειρώ παράνομα κάτι 3. προβάλλω εσφαλμένα επιχειρήματα 4. αποδίδω, ερμηνεύω συμβολικά 5. ταράσσω, προκαλώ διατάραξη 6. αντικρούω, αμφισβητώ ως… …

    Dictionary of Greek

  • 78περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 79προσεπεμβαίνω — ΜΑ [ἐπεμβαίνω] 1. πατώ πάνω σε κάτι επί πλέον, ποδοπατώ κάτι ακόμη 2. μτφ. περιγελώ, χλευάζω περισσότερο («μὴ προσεμβαίνωμεν αὐτοῡ ταῑς συμφοραῑς», Ιωάνν. Χρυσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 80ՏՐՈՓԵՄ — (եցի.) NBH 2 0898 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c ն. եւ չ. ՏՐՈՓԵՄ. ἑπεμβαίνω invado, insulto κροτέω, ψορέω crepito. Գրի եւ ՏՈՐՈՓԵԼ. Ուժգին ʼի վերայ վազել, եւ ոստմամբ կոխոտել. կոխան առնել. դոփել. կայթել. դրնգել. թնդել. շառաչել.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)