επεμβαίνω

  • 61προσεπεμβαίνει — πρόσ ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg πρόσ ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 62προσεπεμβαίνουσι — πρόσ ἐπεμβαίνω step pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 63ἐπεμβαινούσας — ἐπεμβαινούσᾱς , ἐπεμβαίνω step pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐπεμβαινούσᾱς , ἐπεμβαίνω step pres part act fem gen sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 64ἐπεμβάσει — ἐπέμβασις attack fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπεμβάσεϊ , ἐπέμβασις attack fem dat sg (epic) ἐπέμβασις attack fem dat sg (attic ionic) ἐπεμβά̱σει , ἐπεμβαίνω step aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐπεμβά̱σει , ἐπεμβαίνω step fut ind mid 2nd… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 65ἐπεμβάτην — ἐπεμβάτης one mounted masc acc sg (attic epic ionic) ἐπεμβαίνω step aor ind act 3rd dual (epic) ἐπεμβαίνω step aor ind act 3rd dual (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 66ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 67αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …

    Dictionary of Greek

  • 68αναμουρδώνω — και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω 1. γίνομαι θολός, θολώνω 2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω 3. μολύνω, ρυπαίνω 4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται) 5. καταλύω τη νηστεία… …

    Dictionary of Greek

  • 69διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… …

    Dictionary of Greek

  • 70επέμβαση — η (AM ἐπέμβασις) [επεμβαίνω] νεοελλ. 1. δραστήρια ανάμιξη, μεσολάβηση («φιλική, διπλωματική επέμβαση») 2. ενέργεια κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους 3. εφαρμογή δραστικής θεραπείας 4.… …

    Dictionary of Greek