επεμβαίνω
51ἐπενέβη — ἐπεμβαίνω step aor ind act 3rd sg …
52ἐπεμβάσῃ — ἐπεμβάσηι , ἐπέμβασις attack fem dat sg (epic) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step aor subj act 3rd sg (doric) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step fut ind mid 2nd sg (doric) …
53κατεπεμβαίνω — κατεμβαίνω (Α) 1. επεμβαίνω εναντίον. κατεπεμβαίνω (Α) 1. επεμβαίνω εναντίον ή προς βλάβη κάποιου 2. κατηγορώ, κακολογώ, υβρίζω …
54παρεμβαίνω — ΝΑ [εμβαίνω] νεοελλ. 1. μπαίνω πλαγίως, εισέρχομαι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι 2. (σχετικά με πρόσ.) μπαίνω στην μέση, επεμβαίνω, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή… …
55παρεμπίπτω — ΝΑ [εμπίπτω] πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω νεοελλ. 1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω 2. παρεμβαίνω αρχ. 1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.) …
56κατεπεμβαίνει — κατά ἐπεμβαίνω step pres ind mp 2nd sg κατά ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd sg …
57κατεπεμβαίνομεν — κατά ἐπεμβαίνω step pres ind act 1st pl κατά ἐπεμβαίνω step imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …
58κατεπεμβαίνοντα — κατά ἐπεμβαίνω step pres part act neut nom/voc/acc pl κατά ἐπεμβαίνω step pres part act masc acc sg …
59κατεπεμβαίνουσι — κατά ἐπεμβαίνω step pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά ἐπεμβαίνω step pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
60προσεπεμβαινόντων — πρόσ ἐπεμβαίνω step pres part act masc/neut gen pl πρόσ ἐπεμβαίνω step pres imperat act 3rd pl …