Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επεκτείνομαι

  • 1 расшириться

    επεκτείνομαι; μεγαλώνω ( увеличиться)

    Русско-греческий словарь > расшириться

  • 2 распространять

    διαδίδω, εξαπλώνω, επεκτείνω
    -ся διαδίδομαι, εξαπλώνομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространять

  • 3 расширяться

    1. (становиться более широким) φαρδαίνω, (δια)πλατύνομαι, διευρύνομαι 2. (увеличиваться в числе, в объеме) αυξάνομαι, μεγεθύνομαι, επεκτείνομαι 3. (становиться более обширным) διευρύνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расширяться

  • 4 расширить

    расширить, расширять επεκτείνω, διευρύνω; μεγαλώνω (увеличить) \расшириться επεκτείνομαι· μεγαλώνω (увеличиться)
    * * *
    = расширять
    επεκτείνω, διευρύνω; μεγαλώνω ( увеличить)

    Русско-греческий словарь > расширить

  • 5 вытягиваться

    вытягивать||ся
    1. (растягиваться) ἐπιμηκύνομαι, ἐπεκτείνομαι/ τα-νϋομαι, τεντώνομαι (о резине, пружине)·
    2. (распрямляться \вытягиваться о человеке) ξαπλώνομαι, ἀπλώνομαι·
    3. (вырастать) разг αὐξάνομαι, μεγαλώνω, γίνομαι μεγάλος· ◊ \вытягиватьсяся в струнку στέκομαι προσοχή.

    Русско-новогреческий словарь > вытягиваться

  • 6 распростираться

    распростирать||ся
    ἀπλώνομαι, ἐξαπλοῦμαι, (έκ)τείνομαι/ перен ἐπεκτείνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > распростираться

  • 7 распространиться

    распространить||ся
    1. διαδίδομαι·
    2. (расширять круг своего действия) ἐκτείνομαι, ἐπεκτείνομαι, ἐξαπλώνομαι:
    э́то не распространяется на всех αὐτό δέν ἀφορα ὅλους·
    3. (говорить пространно) разг μακρο-λογῶ.

    Русско-новогреческий словарь > распространиться

  • 8 расшириться

    расширить||ся
    φαρδαίνω (άμετ.), διευρύνομαι, ἐπεκτείνομαι/ μεγα-Κώνω (άμετ.) (увеличиваться).

    Русско-новогреческий словарь > расшириться

  • 9 дотянуть

    -яну, -янвшь ρ.σ.μ.
    1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.
    2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•

    дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.

    3. τραβώ ως το τέλος.
    4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•

    больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.

    5. βραδύνω, παρατείνω.
    6. περνώ, τα βολεύω.
    1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.
    3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > дотянуть

  • 10 налечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.
    ρ.σ.
    1. στηρίζομαι ακουμπώ•

    налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•

    налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.

    || πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.
    2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•

    на всла τραβώ γερό κουπί.

    || μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.
    3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•

    налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.

    4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).
    ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•

    на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.

    Большой русско-греческий словарь > налечь

  • 11 обобщить

    -шу, щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобщённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ. γενικεύω, καθολικεύω επεκτείνω•

    обобщить опыт передовых предприятий γενικεύω την πείρα• των πρωτοπόρων επιχειρήσεων•

    обобщить единичное явление γενικεύω μεμονωμένο φαινόμενο•

    обобщить честный случай γενικεύω μοναδική περίπτωση.

    γενικεύομαι, καθολικεύομαι •
    επεκτείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обобщить

  • 12 перебросить

    -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переброшенный, βρ: -шен, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    перебросить мяч через забор ρίχνω το τόπι πάνω από τον περίβολο•

    он -ил мешок через плечо αυτός έρριξε το τσουβάλι πάνω στον ώμο.

    2. ρίχνω μακρύτερα απ ό,τι χρειάζεται.
    3. φτιάχνω•

    перебросить мост через реку ρίχνω γέφυρα στο ποτάμι.

    4. μετακινώ μεταφέρω•

    перебросить дивизию на левый фланг ρίχνω τη μεραρχία στο αριστερό πλευρό.

    || μετακομίζω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, περνώ από το ένα μέρος στο άλλο (υπερ)πηδώ. || επεκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. παλ. αυτομολώ.
    3. άλληλορίχνω, ρίχνομε ο ένας στον άλλο•

    перебросить мячом ρίχνομε ο ένας στον άλλο το τόπι.

    Большой русско-греческий словарь > перебросить

  • 13 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 14 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 15 расплыться

    -ывусь, -ывшъся, παρλθ. χρ. расплылся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. расплывшийся
    ρ.σ.
    1. χύνομαι, ρέω• απλώνω•

    чернила -лись по бумаге η μελάνη χύθηκε πάνω στο χαρτί.

    || επεκτείνομαι, ξαπλώνω (για καπνό, σύννεφα κ.τ.τ.).
    ξεπλύνομαι, σβήνω, χάνομαι•

    след дождм -лся το ίχνος με τη βροχή ξεπλύθηκε.

    2. μτφ. χοντραίνω, παχαίνω.
    3. μτφ. γίνομαι διάχυτος, αμυδρός (για γραμμές κ.τ.τ.).
    διευρύνομαι. || εμφανίζομαι (για χαμόγελο).
    4. αποπλέω (προς διάφορες κατευθύνσεις).

    Большой русско-греческий словарь > расплыться

  • 16 распростереть

    (σπάνια)•

    -стру, -стрёшь, παρλθ. χρ. распростёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распростёртый, βρ: -тёрт, -а, -о επιρ. μτχ. распростерев κ. распростерши

    ρ.σ.μ.
    (γραπ. λόγος) ανοίγω διάπλατα• απλώνω•

    распростереть руки ανοίγω διάπλατα τα χέρια•

    распростереть крылья απλώνω τις φτερούγες•

    распростереть объятия ανοίγω διάπλατα την αγκαλιά.

    || (επ)εκτείνω, ξαπλώνω•

    распростереть своё влияние επεκτείνω την επίδραση (επιρροή) μου.

    1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω με ανοιχτά τα χέρια• εκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. επεκτείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распростереть

  • 17 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 18 расширить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расширенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ευρύνω, φαρδύνω, πλατύνω• διευρύνω•

    расширить улицу διευρύνω την οδό•

    расширить проход φαρδύνω τη διάβαση•

    расширить отверстие διευρύνω την οπή•

    расширить платье в талии φαρδύνω το φόρεμα στη μέση.

    2. αυξαίνω, μεγαλώνω, μεγενθύνω• επεκτείνω•

    торговлю αυζαίνω το εμπόριο•

    расширить завод επεκτείνω το εργοστάσιο•

    расширить границы государства μεγαλώνω τα σύνορα του κράτους•

    расширить сферу влияния επεκτείνω τη σφαίρα επιρροής.

    - кругозор ευρύνω τον ορίζοντα (τις γνώσεις).
    1. (δι)ευρύνομαι• πλατύνομαι, φαρδύνομαι•

    дорога -лась ο δρόμος πλάτυνε•

    платье -лось το φόρεμα φάρδυνε.

    2. αυξαίνω, αυξάνομαι, μεγενθύνομαι, επεκτείνομαι, μεγαλώνω•

    курорт значительно -лся η λουτρόπολη μεγάλωσε (επεκτάθηκε) σημαντικά.

    Большой русско-греческий словарь > расширить

  • 19 укрупнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрупнённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    μεγεθύνω, μεγαλώνω, επαυξαίνω• κάνω πιο μεγάλο•

    укрупнить трест μεγαλώνω την εταιρεία.

    μεγεθύνομαι, μεγαλώνω-
    επεκτείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > укрупнить

См. также в других словарях:

  • επεκτείνομαι — επεκτείνομαι, επεκτάθηκα βλ. πίν. 188 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπεκτείνομαι — ἐπεκτείνω stretch aor subj mid 1st sg (epic) ἐπεκτείνω stretch pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίβδης — ὁ (Μ ἴβδης, ὁ και ἴβδη, ἡ) μικρός ξύλινος κύλινδρος ο οποίος περιτυλίσσεται με στουπί για να φράξει την τρύπα που βρίσκεται στη βάση τού πλοίου και η οποία χρησιμεύει για την εκροή τών υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. είβω «διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • αναμαιμάω — ἀναμαιμάω (Α) (για φωτιά) επεκτείνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μαιμῶ «μαίνομαι, κινούμαι ορμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • διαδίδω — (AM διαδίδω και διαδίδωμι) μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω 2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται διαθρυλείται, φημολογείται) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, η, ο (ν) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • διοδεύω — (AM διοδεύω) [οδεύω] 1. περνώ ανάμεσα, διέρχομαι, πορεύομαι 2. περνώ απέναντι 3. διέρχομαι, περνώ αρχ. 1. (για αρρώστια) παρέρχομαι 2. επεκτείνομαι 3. πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) …   Dictionary of Greek

  • εκμηρύομαι — ἐκμηρύομαι (Α) 1. ξετυλίγω, ξεκουβαριάζω 2. (για στρατιώτες) διαβιβάζω, περνώ ένα ένα 3. (για στρατό) επεκτείνομαι, καταλαμβάνω θέσεις από ένα σημείο ώς κάποιο άλλο …   Dictionary of Greek

  • εκτείνω — (AM ἐκτείνω) 1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω νεοελλ. 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… …   Dictionary of Greek

  • επεκτείνω — (AM ἐπεκτείνω) [εκτείνω] αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια τού κράτους») αρχ. 1. τεντώνω 2. αναπτύσσω 3. εξαπλώνομαι 4. διευρύνω 5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»