επεκτείνομαι

  • 1επεκτείνομαι — επεκτείνομαι, επεκτάθηκα βλ. πίν. 188 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2ἐπεκτείνομαι — ἐπεκτείνω stretch aor subj mid 1st sg (epic) ἐπεκτείνω stretch pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ίβδης — ὁ (Μ ἴβδης, ὁ και ἴβδη, ἡ) μικρός ξύλινος κύλινδρος ο οποίος περιτυλίσσεται με στουπί για να φράξει την τρύπα που βρίσκεται στη βάση τού πλοίου και η οποία χρησιμεύει για την εκροή τών υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. είβω «διαχέω,… …

    Dictionary of Greek

  • 4αναμαιμάω — ἀναμαιμάω (Α) (για φωτιά) επεκτείνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μαιμῶ «μαίνομαι, κινούμαι ορμητικά»] …

    Dictionary of Greek

  • 5διαδίδω — (AM διαδίδω και διαδίδωμι) μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω 2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται διαθρυλείται, φημολογείται) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, η, ο (ν) αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 6διοδεύω — (AM διοδεύω) [οδεύω] 1. περνώ ανάμεσα, διέρχομαι, πορεύομαι 2. περνώ απέναντι 3. διέρχομαι, περνώ αρχ. 1. (για αρρώστια) παρέρχομαι 2. επεκτείνομαι 3. πεθαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 7δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) …

    Dictionary of Greek

  • 8εκμηρύομαι — ἐκμηρύομαι (Α) 1. ξετυλίγω, ξεκουβαριάζω 2. (για στρατιώτες) διαβιβάζω, περνώ ένα ένα 3. (για στρατό) επεκτείνομαι, καταλαμβάνω θέσεις από ένα σημείο ώς κάποιο άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 9εκτείνω — (AM ἐκτείνω) 1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω νεοελλ. 1. επεκτείνω, μεγαλώνω 2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 10εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… …

    Dictionary of Greek