επεκτείνομαι
21συνεκθέω — Α 1. σπεύδω προς τα έξω, εξορμώ μαζί με κάποιον 2. επεκτείνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθέω «τρέχω, εξορμώ»] …
22φουντώνω — (I) Ν [φούντα] 1. (για φυτό) βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά 2. (για φωτιά κ.ά. φαινόμενα) δυναμώνω, εντείνομαι, επιτείνομαι, επεκτείνομαι (α. «φούντωσε η πυρκαγιά» β. «φούντωσε η λαϊκή αγανάκτηση» γ. «φούντωσε η εξέγερση») 3. οργίζομαι («φουντώνει… …
23ՆԿՐՏԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0430 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c ձ. ἑπεκτείνομαι extendor συνέρχομαι congredior ἁγωνιάω , ἁγωνιάζω nitor, certo, sollicitus sum. Ի ներքս իմն կրթիլ. ուժգին բերիլ. ճգնիլ. մրցիլ. թեւակոխել. գուն… …
24απλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. ξεδιπλώνω: Άπλωσε στο τραπέζι το καινούριο τραπεζομάντιλο. 2. αφήνω κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει: Άπλωσαν τη σταφίδα, για να ξεραθεί. 3. τεντώνω: Άπλωσε το χέρι του, για να τον χαϊδέψει· ως αμτβ. 4.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25φουντώνω — φούντωσα, φουντωμένος, αμτβ. 1. βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά, δασώνω, βλαστίζω: Όπου πατάς, μεστά τα στάχυα φούντωσαν (Κ. Παλαμάς). 2. (για φωτιά), βγάζω πολλές και μεγάλες φλόγες, δυναμώνω. 3. μτφ., εντείνομαι στο έπακρο, επεκτείνομαι πολύ:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)