επαγγελία
1ἐπαγγελία — ἐπαγγελίᾱ , ἐπαγγελία command fem nom/voc/acc dual ἐπαγγελίᾱ , ἐπαγγελία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… …
3ἐπαγγελίᾳ — ἐπαγγελίαι , ἐπαγγελία command fem nom/voc pl ἐπαγγελίᾱͅ , ἐπαγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) …
4επαγγελία — η 1.υπόσχεση, διαβεβαίωση, λόγος τιμής: Οι προεκλογικές επαγγελίες δεν τηρούνται πάντα. 2. φρ., «γη της επαγγελίας», α. η χώρα που υποσχέθηκε ο Θεός στους Εβραίους, η Χαναάν. β. κάθε εύφορη και πλούσια σε αγαθά χώρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐπαγγελίας — ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία command fem acc pl ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία command fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἐπαγγελίαι — ἐπαγγελία command fem nom/voc pl ἐπαγγελίᾱͅ , ἐπαγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἐπαγγελίαν — ἐπαγγελίᾱν , ἐπαγγελία command fem acc sg (attic doric aeolic) …
8Эпаггелия — • Έπαγγελία, называлось в Афинах высказанное в народном собрании, иногда подкрепленное клятвою заявление о желании начать против кого нибудь уголовный процесс (δοκιμασίαν τινι επαγγέλλειν) особенно против ораторов и государственных… …
9ἐπαγγελιῶν — ἐπαγγελία command fem gen pl …
10ἐπαγγελίαις — ἐπαγγελία command fem dat pl …