επί τόπου
11εναποσφάττω — ἐναποσφάττω (AM) σφάζω, σκοτώνω επί τόπου, αμέσως (χρησιμοπ. κυρίως το παθ. ἐναποσφάττομαι) …
12κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και …
13ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …
14ούλεξ — (ulex). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή πιπιλιονικών, της τάξης των χεδρωπών ή χεγκουμινωδών, με περίπου 20 είδη, που ζουν στη δυτική Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Είναι θάμνοι αγκαθωτοί με φύλλα λεπιοειδή εκτός στη βάση. Τα άνθη …
15πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …
16περιστεριώνας — Ιδιότυπο κτίσμα, προοριζόμενο για τη στέγαση μεγάλου αριθμού π. Συναντάται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και αποτελεί χαρκτηριστική και με μεγάλο ενδιαφέρον μορφή της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Οι περιστεριώνες κατασκευάζονται βασικά από σχιστόλιθο,… …
17πιρουέτα — η, Ν (χορογρ.) πλήρης επί τόπου περιστροφή τού χορευτή ή τής χορεύτριας κατά την οποία το σώμα στηρίζεται στο ένα πόδι άξονα ενώ τα χέρια, το κεφάλι και το άλλο πόδι δίνουν την φορά τής κίνησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pirouette] …
18σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… …
19σαπρόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) μαλακό γαιώδες εξαλλοιωμένο εκρηξιγενές ή μεταμορφωμένο πέτρωμα, κόκκινου ή καστανού χρώματος, που είναι πλούσιο σε άργιλο και σχηματίζεται επί τόπου από χημική αποσάθρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprolite (<… …
20στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… …