επίρρ
51αλάργαθε — επίρρ. [αλάργα] από μακριά …
52αλάργου — επίρρ. βλ. αλάργα …
53αλέστα — επίρρ. 1. σε προσοχή! έτοιμος! 2. γρήγορα, σβέλτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. allalesta «γρήγορα». ΠΑΡ. νεοελλ. αλέστος] …
54αλακάπα — επίρρ. «τό παίρνει αλακά πα», παρεξηγεί, οργίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βενετ. alla capa «αντίστροφα, ανάποδα»] …
55αλαργευτά — επίρρ. σπάνια, κάπου κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλαργευτός < αλαργεύω] …
56αλβανικά — επίρρ. [αλβανικός] με την αλβανική διάλεκτο, αλβανιστί …
57αλβανιστί — επίρρ. [αλβανίζω] στην αλβανική διάλεκτο, στην αλβανική γλώσσα …
58αλλήλως — επίρρ. (Μ ἀλλήλως) 1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση τού ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. μόνοι τους,… …
59αλληώρας — επίρρ. οψέ*, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλλη + ώρα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληωρίζω] …
60αλλού — επίρρ. (Μ ἀλλοῦ) 1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση 3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση β) σε άλλο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ. ΠΑΡ.… …