επίρρ
121γαϊδουροκαβάλα — επίρρ. καβάλα πάνω σε γάιδαρο («πάει γαϊδουροκαβάλα») …
122γερά — επίρρ. βλ. γερός …
123γιάλλα — επίρρ. (με διπλή εκφορά) «γιάλλα, γιάλλα» αμυδρά, μόλις, ελάχιστα …
124γιαβάς — επίρρ. (με διπλή εκφορά) «γιαβάς, γιαβάς» σιγά, σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavaș «αργά»] …
125γιαμά — επίρρ. 1. τελοσπάντων (ερωτ. μόριο με χροιά εναντιωματική ή συμπερασματική) 2. (χρον. σύνδ.) ώσπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < για + μα] …
126γιαύτος — επίρρ. εξαιτίας αυτού τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γιαύτος προήλθε από τη συνεκφορά τών για και αύτος (< αυτός και ούτος ή τούτος)] …
127γλυκέα — επίρρ. βλ. γλυκά …
128γνωρίμως — επίρρ. βλ. γνώριμος …